Νούρα Νιασάρι
“Ήταν κάτι απρόσμενο πόσοι άνθρωποι με διαφορετική κοινωνική καταγωγή, ηλικία, διαφορετικό φύλο συνδέθηκαν με την ταινία.”
Δημήτρης Παναγόπουλος: Η ταινία σου βασίζεται σε αναμνήσεις και γεγονότα που έχεις βιώσει εσύ και η μητέρα σου. Πώς διαχειρίστηκες τα συναισθήματά σου κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου, στα γυρίσματα, καθώς αναπόφευκτα ξαναέζησες τις εμπειρίες/αναμνήσεις που είχες ως παιδί;
Νούρα Νιασάρι: Το πρώτο βήμα ήταν να συμπεριλάβω την μητέρα μου στην διαδικασία της δημιουργίας της ταινίας. Την χρειαζόμουν ώστε να με βοηθήσει να θυμηθώ. Οπότε της ζήτησα να γράψει τα απομνημονεύματά της, το οποίο το έκανε για έξι μήνες και αυτό ήταν το πιο δύσκολο για εκείνη συναισθηματικά. Δούλευα τρία χρόνια το σενάριο ενώ παράλληλα έκανα θεραπεία. Ο επιμελητής του σεναρίου μου ήξερε πως να με βοηθήσει και να μείνω συγκεντρωμένη στην δουλειά μου, και μαζί με τους εξαιρετικούς παραγωγούς μου αντιμετώπισα τα όποια θέματα εμφανίζονταν. Έτσι όταν ήρθε η ώρα των γυρισμάτων είχα καταφέρει να αποστασιοποιηθώ περισσότερο.
Επίσης στα γυρίσματα δεν είσαι μόνη, υπάρχει και άλλος κόσμος, το συνεργείο, οι ηθοποιοί, είναι μια συλλογική εργασία. Φυσικά μπορούσα να σκηνοθετήσω αλλά κάποιες φορές επειδή ήταν τόσο καλές οι ερμηνείες γυρνούσα πίσω στις αναμνήσεις μου. Ήταν σαν να ζούσα μια διπλή ζωή ανάμεσα στο να διαχειριστώ το τραύμα μου και να σκηνοθετήσω την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία. Ακόμη είχα τον κανόνα να μην βρίσκεται η μητέρα μου στα γυρίσματα επειδή ήθελα να δημιουργήσω μια μεγαλύτερη απόσταση, να τραβήξω μια γραμμή ανάμεσα στο τι συμβαίνει στην πραγματικότητα και το τι συμβαίνει στην ταινία. Οι ηθοποιοί και εγώ ήμασταν πολύ ειλικρινείς μεταξύ μας για το τι περνάμε και καταφέραμε, να κρατήσουμε χώρο ο ένας για τον άλλον.
Το post-production ήταν λιγότερο δύσκολο. Η μοντέρ μου με βοήθησε να βγω από την κατάθλιψη, και λόγω των γεγονότων στο Ιράν (σημ: 19 Σεπτεμβρίου 2022, διαδηλώσεις στο Ιράν για το θάνατο της Μάχσα Αμίνι), βρήκαμε το κίνητρο που μας ώθησε να τελειώσουμε πιο γρήγορα την ταινία. Πήρα μια καινούργια ενέργεια από την Μάχσα Αμίνι και τις γυναίκες του Ιράν και ήταν όλο αυτό μια πρόκληση για μένα.
Δ.Π: Η ταινία έχει δυο εξαιρετικές ερμηνείες από τις Ζαρ Αμίρ Εμπραχίμι (Σέιντα) και Σελίνα Ζαχέντια (Μόνα) που παίζουν την μητέρα, κόρη αντίστοιχα. Ο δεσμός τους είναι τόσο αληθινός που μοιάζει σαν να είναι όντως μητέρα και κόρη. Πως κατάφερες να αποκτήσουν οι ηθοποιοί αυτό τον δεσμό;
Ν. Ν: Πιστεύω ότι μεγάλο ρόλο έπαιξε η σωστή επιλογή των ηθοποιών. Είχα από την αρχή μια αίσθηση ότι θα «συνδεθούν» και είχα περίπου οκτώ εβδομάδες να προετοιμαστώ με την Σελίνα, που υποδύεται την Μόνα, με μικρά εργαστήρια υποκριτικής κάθε Σαββατοκύριακο πριν έρθει η Ζάρ. Με αυτό τον τρόπο την προετοίμασα για το γύρισμα, όσο αναφορά την εύρεση των συναισθημάτων της, ώστε να νιώθει ασφαλής και να μην εκτεθεί σε κάποια τραυματική εμπειρία κατά την διάρκεια των γυρισμάτων. Επίσης όλη αυτή η διαδικασία της έδωσε αυτοπεποίθηση. Όταν έφτασε η Ζάρ, αμέσως «δεθήκανε». Πριν βρεθούν ανταλλάσσανε μικρά δώρα από μακριά. Αφού βρεθήκανε από κοντά ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Αμέσως επικοινωνήσανε και παίζανε παιχνίδια, βάφανε τα νύχια η μια της άλλης. Και όλα αυτά δείχνουν πόσο «ανοιχτή», και πόσο ήθελε η Ζάρα να παίξει τον ρόλο της μητέρας.
Η Σελίνα φυσικά ήταν η χαρά της ζωής, τα πήγαινε καλά με όλους. Ήταν πολύ δημοφιλής στα γυρίσματα και είναι πραγματικά ένα χαρισματικό παιδί. Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων ήταν συνέχεια μαζί, τις έβλεπα που έπαιζαν κάποιο παιχνίδι και ξεκίναγα να τραβάω, προσπαθώντας να καταγράψω την ουσία που είχε η σχέση τους. Υπάρχει μια θολή γραμμή ανάμεσα στους χαρακτήρες που υποδύονται και τους πραγματικούς εαυτούς τους, κάτι που επιτεύχθηκε με τις πρόβες, και κυρίως με κάποια παιχνίδια υποκριτικής και όχι τόσο με πρόβες συγκεκριμένων σκηνών.
Δ.Π: Η ταινία σου ισορροπεί τόσο καλά μεταξύ των στενάχωρων σκηνών και των χαρούμενων. Πώς κατάφερες να βρεις αυτή την ισορροπία;
Ν. Ν: Δεν ήταν εύκολο. Προσπαθούσα συνεχώς να βρω αυτή την ισορροπία: Πόσο σημαντικό είναι η ταινία να έχει την αίσθηση της ελπίδας. Μια πρώτη βοήθεια ήταν όταν αποφάσισα να εξελίσσεται η ιστορία κατά την διάρκεια της Ιρανικής Πρωτοχρονιάς. Η εύρεση της ισορροπίας ήταν κάτι που έγινε ουσιαστικά την ώρα της συγγραφής αλλά και όταν γυρίζαμε ή κάναμε μοντάζ πάντα σκεφτόμασταν πως μπορούμε να βάλουμε στοιχεία χαράς, διασκέδασης σε μια ταινία που έχει άσχημες στιγμές λόγω της κατάστασης που βιώνει η μητέρα και το παιδί.
Ακόμα και με τα κουστούμια, είχα πολλές συναντήσεις με την ενδυματολόγο και αποφασίσαμε να έχουμε περισσότερα ρούχα με χρώμα για τους περισσότερους χαρακτήρες, ειδικά για την Σέιντα και την Μόνα. Το ίδιο ισχύει και για το σκηνογραφικό, θέλαμε το καταφύγιο να είναι ένα ζεστό μέρος. Φυσικά και στην σκηνή που λαμβάνει χώρα το φεστιβάλ, όπου πηδάνε τις φωτιές, υπάρχει πολύ χρώμα και φως. Αυτό το αποτέλεσμα ήρθε λόγω των επιλογών που είχα κάνει στην αρχή, στην προετοιμασία της ταινίας, και το αποτέλεσμα εν τέλη ήταν όντως ισορροπημένο.
Δ.Π: Κέρδισες το βραβείο Κοινού στο Sundance. Πως νιώθεις που η ταινία σου, η ιστορία που αφηγείσαι, κέρδισε την προσοχή του κοινού;
Ν. Ν: Ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα, να κάνει η ταινία πρεμιέρα στο φεστιβάλ Sundance. Ουσιαστικά τελειώσαμε την ταινία μια βδομάδα πριν το φεστιβάλ και ήταν σπάσιμο νεύρων γιατί δεν είχα δείξει την ταινία σε κοινό. Ήταν η πρώτη φορά. Είχα κατακλυστεί από συναισθήματα, γιατί ήμουν ανάμεσα στο κοινό, και ένιωσα το κοινό να συνεπαίρνεται από την ταινία να γελάει, να κλαίει σε σκηνές που είχαμε την προσμονή να συμβεί κάτι τέτοιο.
Ένιωσα ότι συνδέθηκαν με εκείνη την προβολή αλλά μετά έγιναν άλλες εφτά προβολές και κάθε φορά υπήρχαν άνθρωποι που γελάγανε, κλαίγανε. Και ήταν κάτι απρόσμενο πόσοι άνθρωποι με διαφορετική κοινωνική καταγωγή, ηλικία, διαφορετικό φύλο συνδέθηκαν με την ταινία. Υπήρχαν μεγάλοι σε ηλικία άντρες που κλαίγανε και ήταν κάτι πολύ υπέροχο. Το να κερδίσω λοιπόν το βραβείο κοινού ήταν μεγάλη τιμή γιατί μου επιβεβαίωσε ότι η ιστορία που αφηγούμαι είναι κάτι περισσότερο από εμένα και την μητέρα μου, είναι μια ιστορία που αφορά όλο τον κόσμο. Κάποιοι από το κοινό μου είπανε ότι έχουν παρόμοια βιώματα και δεν είχαν βρει τρόπο να τα εκφράσουν παρά μόνο όταν είδαν την ταινία.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (12-10-2023)