Νόλαν: Ο σκηνοθέτης που άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε τα μπλοκμπάστερ

“Ο Σκοτεινός Ιππότης” (The Dark Knight), 2008

Έχοντας κερδίσει το Όσκαρ Σκηνοθεσίας για την τελευταία του ταινία «Οπενχάιμερ» (Oppenheimer, 2023), καθώς και αυτό της καλύτερης ταινίας στα 96α Βραβεία Όσκαρ, ο Κρίστοφερ Νόλαν επιβραβεύεται (επιτέλους) για την επιμονή του να δημιουργεί κινηματογραφικά σύμπαντα που καταφέρνουν να ισορροπούν μεταξύ της πολύπλοκης αφήγησης, γεμάτης με φιλοσοφικές προεκτάσεις, και του εντυπωσιασμού, δημιουργώντας έτσι μια κινηματογραφική γλώσσα που «μιλά» τόσο στο κοινό όσο και στους κριτικούς.

Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Λονδίνο, αλλά τελικά αποφάσισε να ασχοληθεί εξ ολοκλήρου με τον κινηματογράφο. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, «Following» (1998), ένα ασπρόμαυρο χαμηλού προϋπολογισμού νουάρ θρίλερ, απέσπασε σημαντικά βραβεία όπως το Tiger στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ρότερνταμ και το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο και άνοιξε τον δρόμο για την επόμενη ταινία του, το «Memento» (2000).

Στο «Memento» συνεργάστηκε με τον σεναριογράφο αδερφό του, Τζόναθαν, μια συνεργασία που θα συνεχιστεί σχεδόν σε όλες τις επόμενες ταινίες του, δημιουργώντας ένα έργο με περίπλοκη αφηγηματική δομή σε μια προσπάθεια να εξερευνήσει την έννοια της μνήμης και της ταυτότητας. Γεμάτο ανατροπές και με μια ιδιαίτερη κινηματογράφηση που προκάλεσε εντύπωση ο Νόλαν αποδεικνύει τη δεξιοτεχνία του να διαχειρίζεται περίπλοκα project. Η ταινία του αναγνωρίστηκε από κοινό και κριτικούς, που ύμνησαν την προσπάθειά του να υπερβεί τα κινηματογραφικά όρια και να δημιουργήσει μια νέα «γλώσσα» στο σινεμά. Τα παραπάνω έργα του μαζί και με το «Insomnia» (2002), remake του νορβηγικού θρίλερ με τον αντίστοιχο τίτλο, ήταν ταινίες που δεν απαιτούσαν μεγάλης κλίμακας πρακτικά εφέ ή τεράστια σκηνικά και δεν προμήνυαν στο ελάχιστο τις δυνατότητές του και τη μετέπειτα εξέλιξή του, παρόλο που αφηγηματικά ο κατακερματισμός της πλοκής, η προσπάθεια της παραπλάνησης του θεατή και η προσήλωσή του στη λεπτομέρεια είναι βασικά στοιχεία της κινηματογράφησής του.

Ο ταινίες που τον τοποθέτησαν στον χάρτη των σκηνοθετών που οραματίζονται έναν κινηματογράφο που τα μπλοκμπάστερ θα συνδυάζουν την καλή αφήγηση με τη δράση και την υψηλής αισθητικής κινηματογράφηση ήταν το «Μπάτμαν: Η αρχή» (Batman Begins, 2005) και το «The Prestige» (2006). Σε αυτές τις δυο ταινίες ξετυλίγει και τις επόμενες αρετές του που είναι η ικανότητά του να διαχειρίζεται μεγάλα σκηνικά, παράλληλη δράση, πρακτικά εφέ μένοντας πάντα πιστός στην αφήγηση με ουσία με πρωταγωνιστές που έχουν βάθος. Έχει κερδίσει το μεγάλο στοίχημα: δημιουργεί ταινίες που αποφέρουν μεγάλες εισπράξεις και ταυτόχρονα κερδίζουν την αποδοχή των κριτικών. Ακολουθεί η μέχρι και σήμερα καλύτερη ταινία της DC με ήρωα τον Μπάτμαν, συνέχεια της προηγούμενης ταινίας του, «Ο σκοτεινός ιππότης» (The Dark Knight, 2008) αλλά και το εξαιρετικό «Inception» (2010). Στις δυο αυτές ταινίες καταφέρνει να συνδυάσει με αριστοτεχνικό τρόπο την ξεχωριστή του αφήγηση, εμπλουτίζοντάς τη με θεματικές όπως: τις έννοιες της δικαιοσύνης και της ελευθερίας («Ο Σκοτεινός Ιππότης») ή του χρόνου και της πραγματικότητας («Inception») με τη μεγαλοπρέπεια των μπλοκμπάστερ δίνοντας έργα που προκαλούν τη σκέψη αλλά παράλληλα διασκεδάζουν το κοινό.

“Inception”, 2010

Με τις επόμενες ταινίες του, «Intestellar» (2014) και «Δουνκέρκη» (Dunkirk, 2017) κάνει μια προσπάθεια να αποκόψει το όνομά του από τις ταινίες υπερηρώων και την DC, ψάχνοντας να πειραματιστεί περισσότερο με την αφηγηματική φόρμα και να εμφυσήσει στο έργο του περισσότερες φιλοσοφικές ανησυχίες και να εξερευνήσει την έννοια του χωροχρόνου («Interstellar»), ενώ στη «Δουνκέρκη» καταπιάνεται με το ιστορικό γεγονός (Μάχη της Δουνκέρκης, 1940) και με μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση που ενσωματώνεται στη φόρμα μιας μεγάλου προϋπολογισμού ταινίας, αφηγείται τρεις παράλληλες ιστορίες στρατιωτών που μάχονται.

Το «Tenet» (2020) δεν προσθέτει κάτι καινούργιο στη φιλμογραφία του, ενώ στο «Οπενχάιμερ» δείχνει μια τάση να επιστρέψει στη συμβατική αφήγηση. Παρόλο που και εδώ μπερδεύει τις χρονικές στιγμές και μεταφερόμαστε μπρος-πίσω, η ταινία δεν ξεχωρίζει αφηγηματικά και συμβιβάζεται με μια πιο απλή αφήγηση, κάτι αναγκαίο καθώς πρόκειται για βιογραφία. Ίσως το μεγαλύτερό του επίτευγμα στη συγκεκριμένη ταινία είναι η 20λεπτη σεκάνς προσομοίωσης, όπου δοκιμάζεται η πυροδότηση της ατομικής βόμβας, που έγινε εξ ολοκλήρου με πρακτικά εφέ στο γύρισμα, με μικρή συμβολή των ψηφιακών. Μια σκηνή που μπορεί να μείνει ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές που θα θέλουν να μάθουν γι’ αυτή τη «μαύρη» σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας.

Ο Νόλαν παραμένει από τους τελευταίους σκηνοθέτες που οραματίζεται ένα σινεμά που συνδυάζει το αφηγηματικό βάθος και την πολυπλοκότητα με τον εντυπωσιασμό, θέλοντας να αγγίξει εξίσου κοινό και κριτικούς και προσπαθώντας να αποδείξει ότι ακόμα και η έννοια του μπλοκμπάστερ μπορεί να γεννά ερωτήματα και σκέψεις και να μην είναι ένα «άψυχο» κινηματογραφικό έργο. Σίγουρα η δουλειά του έχει αφήσει ήδη ανεξίτηλο το σημάδι της στο σύγχρονο σινεμά και θα εμπνεύσει τις επόμενες γενιές σκηνοθετών.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (16-03-2024)

Next
Next

Η Απεικόνιση των Ρομά στον Κινηματογράφο