Η Απεικόνιση των Ρομά στον Κινηματογράφο
Η τέχνη του σινεμά υπήρξε όχημα στερεοτύπων για τους Ρομά, όμως πλέον γίνεται εργαλείο κατανόησης και κοινωνικής ένταξης.
(Photo: «Συνάντησα και Ευτυχισμένους Τσιγγάνους» του Αλεξάνταρ Πέτροβιτς)
Οι Ρομά, ένας νομαδικός λαός τόσο γνώριμος, με ιστορία που εκτείνεται από τα βάθη της Ινδίας έως και σήμερα, αποτελούσε πάντα πόλο έλξης για τις τέχνες. Από τη μουσική, τη λογοτεχνία, μέχρι τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο η αντισυμβατική ζωή τους, τα έθιμά τους, ο πολιτισμός τους, «μάγευαν» τους καλλιτέχνες που προσπαθούσαν να αποτυπώσουν τη ζωή τους. Μια ζωή όμως που πολλές φορές στην τέχνη αποτυπώνεται λανθασμένα ως εξωτική, μένοντας στην επιφανειακή προσέγγιση και στα στερεοτυπικά κλισέ, αγνοώντας τη σκληρή αλήθεια της καθημερινότητας αυτών των ανθρώπων: την περιθωριοποίησή τους, τον κοινωνικό ρατσισμό που βιώνουν, την οικονομική εξαθλίωσή τους, τους διωγμούς που έχουν υποστεί κατά καιρούς, καίρια ζητήματα που μέχρι και σήμερα είναι μπροστά μας.
Ο κινηματογράφος δεν αποτέλεσε εξαίρεση από την παραπάνω συνθήκη. Ηδη από τα πρώτα χρόνια, οι Ρομά εμφανίζονται στη μεγάλη οθόνη ως κάτι εξωτικό, ως άνθρωποι που δεν αποτελούν μέρος της εκάστοτε κοινωνίας αλλά ζουν έξω από αυτήν και έχουν κοινά γνωρίσματα – αγνοείται έτσι ο πλουραλισμός τους και οι διαφορές που έχουν μεταξύ τους από χώρα σε χώρα και «ομογενοποιούνται». Για πολλά χρόνια στις ταινίες εμφανίζονται στερεοτυπικά και αρκετές φορές τούς προσδίδονται γκροτέσκα, αρνητικά χαρακτηριστικά ή διακωμωδούνται. Συνήθως στις ταινίες απεικονίζονται ως παράνομοι, παραβάτες, χωρίς παιδεία, με κύριο χαρακτηριστικό τα συνεχή γλέντια και την ενασχόλησή τους με την χειρομαντεία, τα χαρτιά ή τη μαγεία. Αυτά είναι από τα λίγα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που θα συναντήσει κανείς ειδικά σε mainstream ταινίες προορισμένες για το ευρύ κοινό, δημιουργώντας έτσι λανθασμένες εντυπώσεις, κάνοντας τον κινηματογράφο όχημα μεταφοράς προκαταλήψεων και διογκώνοντας το πρόβλημα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Οπως όμως συμβαίνει σε όλες τις τέχνες, με την πάροδο του χρόνου εμφανίστηκαν δημιουργοί οι οποίοι είτε έχοντας καταγωγή Ρομά, όπως ο Τόνι Γκάτλιφ (Tony Gatlif), είτε θέλοντας να διαλύσουν τα στερεοτυπικά κλισέ, έφτιαξαν ταινίες που δείχνουν την πραγματικότητα, δίνοντας στους Ρομά πρωταγωνιστικό ρόλο. Μια από τις πρώτες ταινίες μυθοπλασίας που τους έφερε στο επίκεντρο, επιδιώκοντας μια πραγματική απεικόνιση της ζωής τους, είναι η ταινία του Αλεξάνταρ Πέτροβιτς (Aleksandar Petrović), «Συνάντησα και ευτυχισμένους Τσιγγάνους» («I Even Met Happy Gypsies», 1967, 82΄). Ο Πέτροβιτς γύρισε την ταινία στη Βοϊβοντίνα της πρώην Γιουγκοσλαβίας χρησιμοποιώντας κυρίως τους Ρομά, κατοίκους της περιοχής. Οσοι υποδύονται τους ρόλους είναι ερασιτέχνες ηθοποιοί που μιλούν μια μείξη Ρομανί και σερβικών. Η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από τη ζωή του Μπόρα, ενός εμπόρου φτερών χήνας, που ερωτεύεται τη νεαρή Τίσα.
Η ιστορία αποτελεί απλώς μια αφορμή ώστε ο Πέτροβιτς να παρουσιάσει, με την πρωτότυπη σκηνοθεσία του, τη ζωή των κατοίκων της περιοχής: τη φτώχεια, τις προκαταλήψεις που συναντάνε ή ακόμα τις δύσκολες κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους καθώς και τον ρατσισμό και την κοινωνική περιθωριοποίηση που βιώνουν. Χρησιμοποιώντας κοντινά πλάνα και κινώντας την κάμερα ανάμεσα στους ερασιτέχνες ηθοποιούς, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να «αιχμαλωτίσει» τη στιγμή, δείχνοντας την πραγματική ζωή των ανθρώπων του χωριού. Ο Πέτροβιτς δίνει επίσης μεγάλη σημασία στο πώς οι κάτοικοι διαχειρίζονται το καθήκον να διατηρήσουν τα έθιμά τους αλλά και να συμβαδίσουν με τον τρόπο ζωής της υπόλοιπής κοινωνίας και να ενταχθούν σε αυτήν. Η ταινία ανήκει στο λεγόμενο Μαύρο Κύμα (Black Wave) του γιουγκοσλαβικού σινεμά και αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία, εισπρακτικά αλλά και φεστιβαλικά, κερδίζοντας το Βραβείο Κριτικής Επιτροπής (Grand Prix) στις Κάνες και φτάνοντας ακόμα και στις υποψηφιότητες των Οσκαρ του 1967.
Η αναγνωσιμότητα και η δυναμική της ταινίας του Πέτροβιτς λειτούργησε καταλυτικά στο άνοιγμα νέων δρόμων για την ενασχόληση και άλλων μεταγενέστερων σκηνοθετών με τη ζωή των Ρομά. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Εμίρ Κουστουρίτσα (Emir Kusturica). Οι δυο σημαντικές ταινίες του, «Ο καιρός των Τσιγγάνων» («Time of the Gypsies», 1988, 140΄) και «Μαύρη γάτα, άσπρος γάτος» («Black Cat, White Cat», 1998, 135΄), αποτελούν ένα εξαιρετικό δείγμα μαγικού βαλκανικού ρεαλισμού. Ο Κουστουρίτσα σκηνοθετεί δύο ταινίες μυθοπλασίας που έχουν επίκεντρο τους Ρομά, τις παραδόσεις, τα έθιμά τους και περιστρέφονται γύρω από την προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη φτώχεια, επιδιώκοντας μια καλύτερη ζωή, αλλά και προσπαθώντας να μην αποκοπούν από τις ρίζες τους. Ο Κουστουρίτσα, σε αντίθεση με τον Πέτροβιτς, δεν προσεγγίζει τις θεματικές του με τη φόρμα του ντοκιμαντέρ, αλλά με πιο βατό, αφηγηματικό τρόπο. Και στις δύο ταινίες του υπάρχουν σενάριο, χαρακτήρες, πλοκή, αλλά όλα αυτά συντείνουν σε μια σουρεαλιστική/ονειρική προσέγγιση των γεγονότων. Ολα βασίζονται στη ζωή των Ρομά: οι ηθοποιοί μιλάνε τη γλώσσα τους, βλέπουμε τα έθιμά τους, τις προκαταλήψεις τους, τη βαθιά θρησκευτικότητά τους. Μέσα από την αφήγηση έρχονται στην επιφάνεια οι προβληματισμοί τους, η σκέψη τους πάνω στο πώς ζουν οι ίδιοι και ποια είναι η θέση τους στη δική τους κοινότητα, αλλά και πώς μπορούν να ενταχθούν στην κοινωνία. Ο σκηνοθέτης μπολιάζει τις ταινίες του με μαύρο χιούμορ και εξυψώνει την κοινότητα των Ρομά σε κάτι «μαγικό», όχι όμως με στερεοτυπική προσέγγιση. Προσδίδει μια αισιοδοξία στις ζωές τους παρά τις δύσκολες συνθήκες που βιώνουν – είναι άλλωστε άνθρωποι με τις καλές και κακές στιγμές τους. Μέσα από τις ταινίες του παρουσιάζει την εθνογραφική και πλουραλιστική πολιτιστικά ζωή τους, δίνει έμφαση σε μουσική, χρώματα, χορό και ανθρώπους που ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, ασκώντας όμως και κριτική στα κακώς κείμενά τους. Αν και οι δύο ταινίες διαφέρουν ως προς την αφηγηματική τους προσέγγιση (η πρώτη είναι ένα δράμα με πυκνή αφήγηση, ενώ η δεύτερη είναι πιο ανάλαφρη, με μαύρο χιούμορ) δίνουν με τον τρόπο τους μια σφαιρική άποψη για τους Ρομά των Βαλκανίων.
Τα ίδια χαρακτηριστικά συναντάμε στο έργο του Τόνι Γκάτλιφ, το μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του οποίου έχει ως κεντρικό άξονα τη ζωή των Ρομά, σε διάφορες χώρες: Ρουμανία, Γαλλία, Ισπανία. Πέντε χρόνια πριν από τον «Καιρό των Τσιγγάνων», ο Γκάτλιφ είχε σκηνοθετήσει την ταινία «Οι πρίγκιπες» («Les princes», 1983, 100΄), που αφηγείται τη ζωή ενός Ρομά πατέρα και της κόρης του στις εργατικές κατοικίες του Παρισιού, καθώς και την ταινία «Latcho Drom» («Safe Journey», 1993, 103΄), που δείχνει το ταξίδι των Ρομά από τα βορειοδυτικά της Ινδίας στην Ισπανία, ένα ντοκιμαντέρ με ελάχιστους διαλόγους, γεμάτο μουσική και εικόνες. Η ταινία όμως όπου αξίζει να επικεντρωθεί κάποιος είναι το «Υπάρχουν ακόμα γελαστοί Τσιγγάνοι» («Gadjo Dilo», 1997, 102΄), στην οποία ένας νεαρός Γάλλος, ο Στεφάν, ταξιδεύει στη Ρουμανία αναζητώντας την τραγουδίστρια Νόρα Λούκα, την οποία άκουγε συνέχεια ο νεκρός πια πατέρας του. Μέσα από αυτή την αναζήτηση, ο νεαρός καταλήγει σε έναν καταυλισμό Ρομά, ενσωματώνεται στην κοινότητά τους και ζει μαζί τους, καθώς μαθαίνει τα έθιμα και τη μουσική τους και ερωτεύεται μια κοπέλα. Ο Γκάτλιφ εδώ αναπτύσσει όλες τις θεματικές του: τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, την περιθωριοποίηση, την έλλειψη δικαιοσύνης και, αντίθετα με τον Κουστουρίτσα, παρουσιάζει αυτά τα στοιχεία με μεγαλύτερη ωμότητα και πιο ρεαλιστικά.
Δεν μένει όμως μόνο στην παρουσίαση των δυσκολιών και στην ανάλυση του πολιτισμού τους. Παρουσιάζει και την οπτική τους όσο αναφορά τους «ξένους». Π.χ. τον Στεφάν στην αρχή δυσκολεύονται να τον αποδεχτούν, καθώς τον φοβούνται. Πιστεύουν ότι έχει έρθει να τους κλέψει και να τους κάνει κακό. Και πόσο ενδιαφέρον! Η ανασφάλεια που νιώθουν είναι η αντίστοιχη, γεμάτη προκαταλήψεις, ανασφάλεια που έχει η εκάστοτε κοινωνία απέναντι στους Ρομά. Ετσι ο Γκάτλιφ σχολιάζει την αμφίδρομη καχυποψία που έχει αναπτυχθεί μέσα στα χρόνια. Αυτή η εκατέρωθεν έλλειψη εμπιστοσύνης στην κάμερα του Γκάτλιφ συνήθως γεφυρώνεται με τη μουσική και τον χορό – στοιχεία που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις ταινίες του. Η ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων γεφυρώνει το χάσμα που υπάρχει και βοηθάει στην ουσιαστική προσέγγιση.
Εχουμε και στην Ελλάδα αντίστοιχα παραδείγματα. Το ντοκιμαντέρ «Rom» (1989, 75΄) του Μενέλαου Καραμαγγιώλη ασχολείται με την ιστορία και τον πολιτισμό των Ρομά. Ενα υβριδικό ντοκιμαντέρ που συνδυάζει πολλαπλές αφηγήσεις από διάφορους χαρακτήρες με φωτογραφικό υλικό και μυθοπλαστικά στοιχεία, αναδεικνύει όχι μόνο το ιστορικο-πολιτιστικό υπόβαθρο, αλλά και τη στερεοτυπική απεικόνισή τους από τον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Καραμαγγιώλης δίνει μια ρεαλιστική απεικόνιση, με την κάμερα να εστιάζει στη σκληρή ζωή που βιώνουν εξαιτίας της φτώχειας, της προκατάληψης και του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά ταυτόχρονα δίνει μια νότα αισιοδοξίας, φέρνοντας στο προσκήνιο τον μουσικό πολιτισμό τους, τα γλέντια τους και διαλύοντας με ένα εξαιρετικό τρόπο τα στερεότυπα. Υπάρχουν και άλλα ελληνικά ντοκιμαντέρ που ασχολούνται με την κοινότητα των Ρομά παρουσιάζοντας τη ζωή τους μακριά από στερεότυπα και ωραιοποιήσεις. Ενδεικτικά: το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους της Μαρίνας Δανέζη, «Sam Roma» («Είμαστε Τσιγγάνοι», 2014, 40΄), το οποίο έκανε ψηφιακή πρεμιέρα στο επίσημο κανάλι YouTube του Ιδρύματος Ωνάση (Onassis Channel) και θα είναι διαθέσιμο δωρεάν μέχρι και την Τρίτη 30 Γενάρη του 2024, καθώς και το πρόσφατο ντοκιμαντέρ της Ευαγγελίας Γούλα «Oti Vakeresa Mange» («Everything you say about me» - «Ο,τι λες για μένα», 2023, 84΄).
Οσο περνάνε τα χρόνια, σε όλες τις τέχνες η στερεοτυπική απεικόνιση των Ρομά αρχίζει να φθίνει και τη θέση της παίρνει μια ρεαλιστική ματιά που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε αυτό έχουν συμβάλει κατά πολύ οι ιστορικές/πολιτιστικές μελέτες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια πάνω στο θέμα της ταυτότητάς τους καθώς και η τεχνολογία που, με τη διάδοση της πληροφορίας, καθιστά δυνατή την έγκυρη, μη στερεοτυπική πληροφόρηση των κοινοτήτων. Στον κινηματογράφο σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν κατά καιρούς οι ηχηρές βραβεύσεις ταινιών που είχαν ως επίκεντρο τους Ρομά με μια ξεκάθαρη ματιά για τα προβλήματά τους και μακριά από φαντασιακές εικόνες. Οι βραβεύσεις αυτές άνοιξαν τον δρόμο για να χρηματοδοτηθούν ταινίες με παρόμοια θεματική αλλά και να προβληθούν σε ένα ευρύ κοινό που μπορούσε πια να είναι δεκτικό στη διαφορετικότητα. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι έγιναν και οι κοινωνίες δεκτικές απέναντί τους. Δυστυχώς, ακόμα σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού τα στερεότυπα, ο φόβος, η ανάγκη της μετατόπισης των κοινωνικών προβλημάτων σε μια μειονότητα υφίστανται, οδηγώντας κάποιες φορές στην απομόνωση και την έξαρση βίας – (και) σε αυτή την περίπτωση, ο κινηματογράφος και όλες οι τέχνες λειτουργούν και ως απαραίτητο εργαλείο επιμόρφωσης.
*Το αφιέρωμα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (12-11-2023)