Γιώργος Λάνθιμος: Από τον «Κυνόδοντα» στο Χόλυγουντ

“Κυνόδοντας”, Χρήστος Πασσαλής, Αγγελική Παπούλια & Μαίρη Τσώνη

Η καινούργια ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Χαμένα Κορμιά» (2023, 141’) κέρδισε στο 80ό Φεστιβάλ Βενετίας (30 Αυγούστου-9 Σεπτεμβρίου) τον Χρυσό Λέοντα. Ευκαιρία να κάνουμε μια μικρή ανασκόπηση στην πορεία του Έλληνα σκηνοθέτη, ο οποίος κατάφερε να περάσει τα σύνορα της χώρας του και να εδραιωθεί στο παγκόσμιο σινεμά, αλλά και να επηρεάσει με το έργο του τον ελληνικό κινηματογράφο, δημιουργώντας ένα νέο κίνημα, το Greek Weird Wave.

Ο Λάνθιμος καταφέρνει να εξελίσσεται συνεχώς, να μην παραμένει στάσιμος και ταυτόχρονα να αναδεικνύει τις σκηνοθετικές του αρετές. Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε άτυπα τη μέχρι τώρα πορεία του στις εξής περιόδους: την πρώτη περίοδο, όταν σκηνοθετεί την «Κινέττα» (2005, 95’) και τον «Κυνόδοντα» (2009, 94’). Στην «Κινέττα» αρχίζει να ξεδιπλώνει τη δική του σκηνοθετική ματιά και να καταπιάνεται με τα θέματα που θα τον απασχολήσουν στις επόμενες ταινίες όπως: η αποστασιοποίηση από τη ζωή, η μοναξιά, το παράλογο. Η «Κινέττα» θέτει τις βάσεις ώστε οι θεματικές του, η σκηνοθετική προσέγγισή του, να αναπτυχθούν όσο χρειάζεται για να μπορεί με μεγαλύτερη ευχέρεια και αυτοπεποίθηση να μεταφέρει αυτές τις βάσεις στο επόμενο έργο του, τον «Κυνόδοντα», προσθέτοντας καινούργια στοιχεία. Στον «Κυνόδοντα», σκηνοθετικά πιο ώριμος και με όχημα ένα πολύ καλό σενάριο του Ευθύμη Φιλίππου («Chevalier», «Οίκτος»), στήνει ένα σουρεαλιστικό σύμπαν που κινείται μέσα στη σφαίρα του φανταστικού και καυτηριάζει τους θεσμούς της οικογένειας και της κοινωνίας στην οποία ζούμε.

“Ο Αστακός” - Κόλιν Φάρελ & Ρέιτσελ Βάις

Αφηγηματικά και οπτικά ο «Κυνόδοντας» μοιάζει ως μια συνέχεια της «Κινέττας». Ακόμα και η φωτογραφία στις δύο ταινίες είναι ίδια -η χαρακτηριστική φωτογραφία του Θύμιου Μπακατάκη («Hardcore», «Attenberg»), η οποία έγινε σήμα κατατεθέν του Greek Weird Wave, η «ξεπλυμένη» παλέτα χρωμάτων, όπου το κοντράστ απουσιάζει και τα κύρια χρώματα που επικρατούν στην εικόνα είναι το μπλε, το πράσινο και το γκρι-, συνδέει τις ταινίες και δίνει την εντύπωση ότι λαμβάνουν χώρα στο ίδιο κινηματογραφικό σύμπαν. Παρότι όλα τα στοιχεία που τον έκαναν γνωστό βρίσκονται εκεί, η «Κινέττα» παραμένει ένα ημιτελές έργο ενός ικανού σκηνοθέτη, ενώ με τον «Κυνόδοντα» καταφέρνει να «απελευθερωθεί» κάνοντας ένα βήμα προς τα εμπρός, κάτι που αποδεικνύεται με τη διεθνή επιτυχία της ταινίας η οποία κέρδισε το «Ενα κάποιο βλέμμα» στο Φεστιβάλ των Κανών το 2009 και εξασφάλισε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας τo 2011.

Στη δεύτερη περίοδο, οι «Άλπεις» (2011, 93’) και ο «Αστακός» (2015, 118’) αποτελούν την προσπάθειά του να ξεφύγει και να διαφοροποιηθεί αφηγηματικά και οπτικά. Η αφήγηση στις «Άλπεις» και στον «Αστακό» είναι πιο γραμμική, με μεγαλύτερη έμφαση στην πλοκή και στους διαλόγους, καθώς ο Λάνθιμος χτίζει το δικό του αλλόκοτο σύμπαν. Η μεταπήδηση σε ένα διεθνές καστ στον «Αστακό» (Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις) τον βοηθάει να πειραματιστεί και να προσεγγίσει διαφορετικά τους ηθοποιούς του. Οπτικά η μεγαλύτερη αλλαγή γίνεται στο κομμάτι της φωτογραφίας, αφήνοντας πίσω του την απουσία του κοντράστ και διανθίζοντας τις ταινίες του με περισσότερες χρωματικές αντιθέσεις.

“Η Ευνοούμενη” - Έμα Στόουν & Ολίβια Κόλμαν

Στην τρίτη περίοδο, ο Λάνθιμος έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την αγορά των ΗΠΑ. Ο «Θάνατος του ιερού ελαφιού» (2017, 104’) είναι ακόμα μια γέφυρα για τον ίδιο ώστε να έρθει έναν χρόνο μετά και να σκηνοθετήσει την «Ευνοούμενη» (2018, 120’), ταινία που αποτελεί μέχρι και σήμερα την πιο επιτυχημένη του ταινία φεστιβαλικά (ένα Οσκαρ, μία Χρυσή Σφαίρα, τρία BAFTA), αλλά και εισπρακτικά (95 εκατ. δολάρια εισπράξεις).

Στην «Ευνοούμενη» διαφοροποιεί το σκηνοθετικό του στιλ αλλά με τέτοιο τρόπο που το αναβαθμίζει και το εκσυγχρονίζει. Αυτή τη διαφοροποίηση φαίνεται ότι την επιθυμεί και την επιδιώκει. Η εξαιρετική φωτογραφία του Ρόμπι Ράιαν («American Honey») προσδίδει το απαραίτητο βάθος και με εξαίρετο φωτογραφικό τρόπο αναπαριστά τον 18ο αιώνα στην Αγγλία. Ο Λάνθιμος χρησιμοποιεί έξυπνα τον ευρυγώνιο και fish eye φακό για να τονίσει το παράλογο, το σουρεαλιστικό, ενώ ξεφεύγει από τα στατικά πλάνα και κινεί την κάμερα μέσα στον χώρο. Διαχειρίζεται σωστά το εξαιρετικό σενάριο των Ντέμπορα Ντέιβις και Τόνι ΜακΝαμάρα, υπηρετώντας την πλοκή και τους διαλόγους και προσθέτοντας τη δική του ματιά. Ο Λάνθιμος συνεχίζει να εκπλήσσει ακόμα τον θεατή, του δημιουργεί προβληματισμό, τον φέρνει πολλές φορές στα όριά του και αφηγείται μια ιστορία με φρεσκάδα, προσθέτοντας το δικό του μαύρο χιούμορ με έναν διακριτικό αλλά εμφανή τρόπο.

Ο Γιώργος Λάνθιμος συνεχώς εξελίσσεται επιλέγοντας να διηγηθεί διαφορετικές ιστορίες με τη δική του ξεχωριστή ματιά, χωρίς να επιμένει μονάχα σε ένα κινηματογραφικό είδος. Αναμένουμε λοιπόν την καινούργια του ταινία και στην Ελλάδα (4 Ιανουαρίου, Feelgood Entertainment) για να δούμε με ποιον τρόπο αυτή τη φορά θα διηγηθεί μια καινούργια ιστορία και θα μας «βυθίσει» στο δικό του ξεχωριστό σύμπαν.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (10-09-2023)

Previous
Previous

Η Απεικόνιση των Ρομά στον Κινηματογράφο