Όνειρα που Γίνονται Δυστοπία

Αριστερά: Φρέντρικ Τζέιμσον: Οι αρχαιολογίες του μέλλοντος, Μετάφραση: Μαυρωνάς Μιχάλης, Επιμέλεια: Λόη Αρτεμις, Εκδόσεις Τόπος (Μοτίβο Εκδοτική), Σελίδες 416
Δεξιά: Ούρσουλα Λε Γκεν: Στην άλλη πλευρά του ονείρου, Μετάφραση: Τομαράς Παναγιώτης, Επιμέλεια: Στέλλα Πεκιαρίδη, Εκδόσεις: Αίολος, Σελίδες 240

Υπάρχουν δύο εξαιρετικά βιβλία που καταπιάνονται με το θέμα της ουτοπίας, ένα θέμα πάντα επίκαιρο, που έχει απασχολήσει και θα απασχολεί πολλές γενεές. Το πρώτο είναι το μυθιστόρημα της Ούρσουλα Λε Γκεν (Το Επος της Γαιοθάλασσας, Ο αναρχικός των δύο κόσμων): «Στην άλλη πλευρά του ονείρου» (εκδ. Αίολος) και το δεύτερο «Οι αρχαιολογίες του μέλλοντος, η επιθυμία που λέγεται ουτοπία» (εκδ. Τόπος) του φιλόσοφου Fredric Jameson (Οι αρχαίοι και οι μεταμοντέρνοι, Μια μοναδική νεωτερικότητα). Η Λε Γκεν προσφέρει στον αναγνώστη ένα βιβλίο με στιβαρή πλοκή και ταυτόχρονα μια σπουδή πάνω στο πολύπλευρο θέμα της ουτοπίας, ενώ ο Jameson αναλύει με καθαρή γραφή και εις βάθος έρευνα το θέμα της ουτοπίας, την επιθυμία μας να ζήσουμε και να κατασκευάσουμε μία, μέσα από το πρίσμα της επιστημονικής φαντασίας, με αφετηρία τα έργα μεγάλων συγγραφέων του είδους (Φίλιπ Ντίκ, Αρθουρ Κλαρκ, Ισαάκ Ασίμωφ κ.ά.).

Αυτά τα δύο βιβλία μπορούν να διαβαστούν αντικριστά, καθώς ο Jameson κάνει συχνές αναφορές στο έργο της Λε Γκεν και συγκεκριμένα στο έκτο κεφάλαιο με τίτλο «Πώς να εκπληρώσετε μια επιθυμία», αναφέρεται και αναλύει το προαναφερόμενο βιβλίο της Λε Γκεν και με έναν μοναδικό τρόπο καταφέρνει να αναδείξει τις κρυφές πτυχές αυτού του πολυεπίπεδου έργου. Η πλοκή του βιβλίου της Λε Γκεν περιστρέφεται γύρω από τον Τζορτζ Ορρ που βλέπει όνειρα τα οποία, με κάποιον τρόπο, όταν ξυπνάει, γίνονται πραγματικότητα. Απελπισμένος δέχεται τη βοήθεια του γιατρού Ουίλιαμ Χέιμπερ, που, όταν ανακαλύπτει την ιδιαιτερότητα του ασθενούς του, προσπαθεί να την εκμεταλλευτεί για όφελός του αλλά και για όφελος του γενικού καλού, προσπαθεί να φτιάξει τη δική του ουτοπία, με ολέθρια αποτελέσματα.

Το βιβλίο της Λε Γκεν εξερευνά περίτεχνα την ανάγκη μας να διαμορφώσουμε τον κόσμο με τα δικά μας πιστεύω, να δημιουργήσουμε μια ουτοπία στα μέτρα μας, χωρίς να αναρωτηθούμε για τις επιπτώσεις. Στο βιβλίο, ο Χέιμπερ, αν και προσπαθεί να πράξει το σωστό, να δημιουργήσει έναν κόσμο χωρίς φτώχεια, πείνα, χωρίς πολέμους χωρίς φυλετικές διακρίσεις, καταλήγει να δημιουργεί συνεχώς έναν κόσμο στείρο και προβληματικό, π.χ. ζητάει από τον Ορρ να ονειρευτεί έναν κόσμο χωρίς το πρόβλημα της ασιτίας που μαστίζει τον πλανήτη, ο Ορρ ονειρεύεται μια επιδημία πανώλης που σκοτώνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, έτσι το παγκόσμιο πρόβλημα της πείνας λύνεται, αλλά εκατομμύρια άνθρωποι «εξαφανίζονται» για χάρη του υπέρτατου καλού, τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν έρχεται χωρίς κάποιο τίμημα, μας υπενθυμίζει η Λε Γκεν. Οπως γράφει και ο Jameson στο βιβλίο του, αυτό το διφορούμενο αποτέλεσμα θυμίζει το αποτέλεσμα των χρησμών «όταν ο Κροίσος διαβεί τον ποταμό Αλυ, μια παντοδύναμη αυτοκρατορία θα συντριβεί, δηλαδή η δική του» (σελ. 156), έτσι λοιπόν τα όνειρα του Ορρ που γίνονται πραγματικότητα δεν σημαίνει ότι θα πραγματοποιηθούν όπως τα φαντάστηκε ο Χέιμπερ, όπως επιθυμεί, αλλά θα φιλτραριστούν από την ψυχοσύνθεση, το υποσυνείδητο του Ορρ, και θα ορίσει ο ίδιος πώς θα πραγματοποιήσει τον «χρησμό - όνειρο» και τι ερμηνεία θα του δώσει.

Ετσι, λοιπόν, η Λε Γκεν μάς φέρνει αντιμέτωπους με το μεγαλύτερο δίλημμα: αυτό που φανταζόμαστε σαν ουτοπία μπορεί να συμβεί χωρίς συνέπειες; Χωρίς να επέμβουμε με έναν δραστικό τρόπο στο σήμερα και να δημιουργήσουμε καταστάσεις που θα οδηγήσουν στην καταστροφή κάποιων ανθρώπων ή στην αδικία; Είναι η ουτοπία κάτι για το οποίο αξίζει να θυσιάσουμε κάποια πιστεύω μας, ώστε να την επιτύχουμε; Στο βιβλίο, ο Χέιμπερ παρουσιάζεται ως ο «κακός», ο ανταγωνιστής. Ο άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τον συνάνθρωπό του για να δημιουργήσει την ουτοπία του. Για αυτόν, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, τι είναι η εκμετάλλευση ενός ανθρώπου μπροστά στο γενικό καλό;

Ομως η δύναμη που αποκτά ο Χέιμπερ είναι δύναμη ενός τύραννου και ας προσπαθεί να φτιάξει έναν καλύτερο κόσμο, «όσο μεγαλύτερη δύναμη αποκτούμε, τόσο αυξάνει και η διάθεσή μας για περισσότερη δύναμη», γράφει η Λε Γκεν. Ο Χέιμπερ δεν διαμορφώνει μόνο μια ουτοπία, παράλληλα με αυτή διαμορφώνει και τη δύναμή του, αποκτά εξουσία. Αυτό είναι και το ζήτημα με την επιθυμία μας να δημιουργήσουμε οποιαδήποτε ουτοπία. Η γέννηση οποιασδήποτε ουτοπίας συνεπάγεται ταυτόχρονα και γέννηση μιας νέας δύναμης, μιας νέας εξουσίας και, μέσα από αυτή της τρίπτυχη αλληλεξάρτηση: ουτοπία - εξουσία - δύναμη, η ουτοπία εν τέλει καταλήγει να είναι μια δυστοπία, που, μέσα σε αυτήν, οποιαδήποτε εξουσία προσπαθεί να κρατήσει τη δύναμή της με κάθε τρόπο.

Τα δύο αυτά βιβλία καταφέρνουν να φέρουν στην επιφάνεια θέματα που μας απασχολούν όταν σκεφτόμαστε πώς ο κόσμος μας θα γίνει καλύτερος και πώς θα ήταν αν εμείς μπορούσαμε να τον διαμορφώναμε εκ νέου αλλά και μέχρι πού θα μπορούσαμε να φτάσουμε, ώστε να εκπληρώσουμε την επιθυμία μας, που λέγεται ουτοπία.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (23-10-2021)

Previous
Previous

«Το Τελευταίο Όνειρο»: Δώδεκα ιστορίες γεμάτες αγάπη, λύτρωση και σουρεαλισμό