Η Παράσταση του Σινγκ Σινγκ

★★★½☆☆ (Sing Sing, Η.Π.Α., 2024, 105’)

  • Σκηνοθεσία: Γκρεγκ Κγουένταρ

  • Ηθοποιοί: Κόλμαν Ντομίνγκο, Κλάρενς Μάκλιν, Σον Σαν Χοσέ

Ο Γκρεγκ Κουένταρ (Transpecos, 2016, 86’) σκηνοθετεί την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του εμπνευσμένος από το αληθινό πρόγραμμα «Rehabilitation Through the Arts» (Αποκατάσταση μέσω της Τέχνης), - που χρησιμοποιεί την τέχνη ως εργαλείο για τη βελτίωση της συμπεριφοράς και της κοινωνικής προσαρμογής των κρατουμένων -, και παραδίδει ένα ευαίσθητο, καλογραμμένο δράμα χαρακτήρων, με κύριο πρωταγωνιστή τον εξαιρετικό Κόλμαν Ντομίνγκο, που υποδύεται τον Ντιβάιν Τζ., έναν κρατούμενο που εκτίει την ποινή του στο υψίστης ασφαλείας σωφρονιστικό ίδρυμα του Σινγκ Σινγκ για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Περιμένοντας με αγωνία την απόφαση για την αποφυλάκισή του ή όχι ο Ντιβάιν συμμετέχει ενεργά στην θεατρική ομάδα της φυλακής μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του δίνοντας στην ζωή του ένα νόημα.

Αποφεύγοντας οποιοδήποτε μελοδραματισμό ή κλισέ των χολιγουντιανών ταινιών που περιστρέφονται γύρω από την ζωή των φυλακισμένων, ο Κουένταρ σκηνοθετεί ένα δράμα που ρίχνει όλο του το βάρος στους διαλόγους και την ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής σε μια φυλακή χωρίς όμως να εστιάζει στην καταγραφή μιας ζοφερής πραγματικότητας αλλά δίνει έμφαση στην ανάγκη των κρατουμένων να «απελευθερωθούν» μέσα από την τέχνη να και να αποκτήσουν πίσω ένα κομμάτι από την ανθρωπιά τους που έχει χαθεί εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών που γεννά το περιβάλλον των φυλακών.

Με μια ντοκιμαντερίστικη κινηματογράφηση, ο Κουένταρ δείχνει την καθημερινότητα των πρωταγωνιστών του, η κάμερα ακολουθεί τις κινήσεις τους, γεμίζοντας με υπέροχα κοντινά πλάνα το κάδρο και υπάρχει μια αίσθηση αμεσότητας, μια αίσθηση ότι βρίσκεσαι κοντά και ακούς τις εξομολογητικές συζητήσεις τους ή συμμετέχεις στην διαδικασία όταν συζητήσουν για το τι θεατρικό έργο πρέπει να «ανεβάσουν». Αυτή η αμεσότητα λειτουργεί κυρίως λόγω των ηθοποιών, οι οποίοι πολλοί από αυτούς είναι πρώην κατάδικοι και δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες που πηγάζουν μέσα από τα δικά τους βιώματα, αλλά και από την εξαιρετική κινηματογράφηση του Πάτρικ Σκόλα ο οποίος τράβηξε την ταινία με 16 χιλιοστών φίλμ, χρησιμοποιώντας το φυσικό φως και τοποθετώντας σε δεύτερο πλάνο την θέα από τα παράθυρα των κρατουμένων για να τονίσει, με διακριτικό τρόπο, την διαφορά του εγκλεισμού με τον έξω κόσμο και τον διακαή πόθο τους για την ελευθερία.

Η ταινία έχει ένα καλό ρυθμό και ροή όμως αδυνατεί να βρει τρόπο να «απογειωθεί». Ο Κουένταρ δείχνει να φοβάται να κάνει ένα βήμα παραπέρα μην τυχόν και «σκοντάψει» στο σφάλμα του μελοδραματισμού και έτσι δεν υπάρχει η στιγμή που θα δώσει μια έντονη σκηνή (ακόμα και η σκηνή προς το τέλος δεν έχει την ένταση που περιμένεις), μένοντας περισσότερο σε μια καταγραφή των σκηνών που διαδέχονται η μια την άλλη χωρίς πάντα να δίνει τον απαραίτητο χρόνο ανάπτυξης τους.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (26-09-2024)

Previous
Previous

Slow

Next
Next

Οι Αζήτητοι