Όλα Όσα Φανταζόμαστε ως Φως
★★★★☆ (All We Imagine as Light, Ινδία, 2024, 118’)
Σκηνοθεσία: Παγιάλ Καπάντια
Ηθοποιοί: Κάνι Κουσρούτι, Ντίβυα Πράμπα, Τσχάγια Κάνταμ, Χρίντου Χαρούν
Έχοντας κερδίσει το Μεγάλο Βραβείο (Grand Prix) στις Κάννες το 2024, - η τελευταία ινδική ταινία που είχε κάνει πρεμιέρα στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ ήταν το «Swaham» (141’, 1994) του Σάτζι Ν. Καρούν -, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Παγιάλ Καπάντια είναι ένα εξαιρετικό δράμα κοινωνικού ρεαλισμού, που συνδυάζει την αναπαράσταση της καθημερινότητας με μια αίσθηση μαγείας και λυρισμού, για να μιλήσει για πανανθρώπινα ζητήματα μέσα από την ιστορία τριών γυναικών.
Η Πράμπα είναι μια συνεσταλμένη ευαίσθητη κοπέλα που περιμένει να γυρίσει ο σύζυγος της από την Γερμανία, με τον οποίο όμως έχει ένα χρόνο να επικοινωνήσει ενώ η φίλη της Άνου είναι πιο εξωστρεφής και διατηρεί κρυφό δεσμό με τον μουσουλμάνο Σιάζ, Οι δυο τους δουλεύουν ως νοσοκόμες σε ένα μεγάλο νοσοκομείο στη Βομβάη και συγκατοικούν. Μέσα από την καθημερινή τους ζωή, η Καπάντια σκιαγραφεί τις ζωές τους και τον χαρακτήρα τους ενώ παράλληλα δημιουργεί ένα συνολικό πορτραίτο της πόλης που κατοικούν. Γεμίζοντας την ταινία της με διάφορες γλώσσες από τα Μαλαγιαλάμ μέχρι τα Χίντι και τα Μαραθί, φέρνει στην επιφάνεια την πολυγλωσσία και την πολιτιστική ποικιλία της πόλης, συνδυάζοντας την με την υπέροχη κινηματογράφηση του Ραναμπίρ Ντάς, ο οποίος κινηματογραφεί το αστικό τοπίο μέσα κυρίως από νυχτερινά πλάνα. Από τα φώτα των κινητών που λάμπουν στο σκοτάδι μέχρι τους μισοφωτισμένους γεμάτο κόσμο δρόμους, τα νυχτερινά τραίνα μέσα στις στοές του μετρό και τα χιλιάδες παράθυρα από όπου ξεχύνεται το φως των δωματίων, η Καπάντια «χτίζει» ένα τεράστιο μωσαϊκό μικρών πραγμάτων που συνθέτουν μια πόλη τόσο ζωντανή αλλά και μοναχική ταυτόχρονα.
Μέσα σε αυτό το αστικό τοπίο, οι ιστορίες που αναπτύσσει η σκηνοθέτης ενσωματώνονται πλήρως και εξελίσσονται στη διάρκεια της ταινίας σε κάτι περισσότερο από μια απλή καταγραφή γεγονότων, μεταμορφώνοντάς τες σε μια οξυδερκή μελέτη χαρακτήρων. Οι απλές καθημερινές ιστορίες λειτουργούν ως όχημα ώστε να έρθουν στην επιφάνεια θεματικές όπως: η μοναξιά, η αποξένωση και η διαρκής εξερεύνηση ενός σκοπού στη ζωή. Η Πράμπα και η Άνου ζουν τις ζωές τους στο αυτόματο. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από την δουλειά και την ξεκούραση μετά από αυτή, η ρουτίνα που βιώνουν τους έχει αποξενώσει μέσα σε μια πόλη που μοιάζει να είναι διαρκώς σε κίνηση αλλά τελικά να παραμένει στάσιμη.
Η Καπάντια κινηματογραφεί με ευαισθησία και λυρισμό την αναζήτηση τους για απελευθέρωση από την ρουτίνα, - και κατ’ επέκταση την απελευθέρωση τους από μια πατριαρχική κοινωνία, παρόλο που η σκηνοθέτης θίγει το θέμα με μια διακριτικότητα -, για την προσπάθειά τους να βρουν το δικό τους νόημα στον κόσμο αλλά και μια έντονη ανάγκη να ριζώσουν σε κάποιο τόπο και να νιώσουν ότι ανήκουν εκεί. Αυτή η αναζήτηση κορυφώνεται στο δεύτερο μισό της ταινίας όπου το σκηνικό αλλάζει. Η Παρβάτι, - μαγείρισσα στο νοσοκομείο και φίλη των Πράμπα και Άνου -, αναγκάζεται να γυρίσει στη γενέτειρά της, ένα παραθαλάσσιο χωριό, αφού της κάνουν έξωση από την κατοικία της. Οι τρείς φίλες ταξιδεύουν μαζί στο χωριό και εκεί έρχονται αντιμέτωπες με μια διαφορετική συνθήκη.
Η αντίθεση του πολύβουου αστικού τοπίου, της πιεστικής καθημερινότητας με την ήρεμη ατμόσφαιρα και το γαλήνιο τοπίο του χωριού βοηθούν τις πρωταγωνίστριες να συνδεθούν πιο εύκολα με τους εαυτούς τους και η Καπάντια ξετυλίγει όλο της το ταλέντο καθώς εκμεταλλεύεται αυτή την αντίθεση που δημιουργεί και φέρνει στην επιφάνεια επιπλέον θεματικές που με έξυπνο τρόπο «άγγιξε» στο πρώτο μισό χωρίς όμως να τις κάνει πιο έντονες. Στο χωριό οι τρεις γυναίκες απελευθερώνονται και «αγκαλιάζουν» τα θέλω τους, μακριά από την πόλη βλέπουν ξεκάθαρα την πραγματικότητα, βλέπουν όπως υποδηλώνει και ο τίτλος της ταινίας το φως. Η Καπάντια σκηνοθετεί λιτά, με ευαισθησία, σχεδόν με μια ντοκιμαντερίστικη αισθητική. Κάθε σκηνή εκπέμπει ένα μαγικό λυρισμό και οι εξαιρετικές ερμηνείες των τριών γυναικών Κάνι Κουσρούτι, Ντίβυα Πράμπα και Τσχάγια Κάνταμ δίνουν βάθος όχι μόνο στους χαρακτήρες τους αλλά και στις απλές καθημερινές στιγμές. Μέσα από τις ερμηνείες τους, καταφέρνουν να αναδείξουν την συναισθηματική ένταση και τις εσωτερικές συγκρούσεις τους, καθώς εξερευνούν το λαβύρινθο της ψυχής τους.
Το «Ολα Οσα Φανταζόμαστε ως Φως» είναι ένα συγκινητικό και βαθιά ανθρώπινο έργο που αναδεικνύει τις πιο ευαίσθητες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (23-01-2025)