Γκραν Τουρ
★★★½☆☆ (Grand Tour, Πορτογαλία, 2024, 128’)
Σκηνοθεσία: Μιγκέλ Γκόμες
Ηθοποιοί: Γκονσάλο Γούντινκγτον, Κρίστα Αλφαϊάτε, Κλαούντιο ντα Σίλβα
Η καινούργια ταινία του Πορτογάλου Μιγκέλ Γκόμες («Ταμπού», 2012, 118’) που κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών, 2024, είναι μια τολμηρή πρόσμιξη μυθοπλασίας και ντοκιμαντεριστικών πλάνων που συνθέτουν το ψηφιδωτό μιας ιστορίας που κινείται πολλές φορές έξω από το χωροχρονικό πλαίσιο που εξελίσσεται η δράση της, δημιουργώντας μια πολυεπίπεδη αφήγηση που εξερευνά το ίδιο το κινηματογραφικό μέσο αλλά και μας προκαλεί να αναλογιστούμε την σχέση μεταξύ παρελθόν και παρόν.
Ο Γκόμες χωρίζει την ταινία του σε δυο αφηγήσεις: στο πρώτο μισό η ιστορία, που εξελίσσεται το 1918, ακολουθεί τον Έντουαρντ, ο οποίος ζει στη Ρανγκόν και δουλεύει ως υπάλληλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Την μέρα του γάμου του πανικοβάλλεται και εγκαταλείπει την αρραβωνιαστικιά του Μόλι και κυριευμένος από υπαρξιακές αμφιβολίες ξεκινάει ένα μεγάλο οδοιπορικό στην Ασία. Στο δεύτερο μέρος η Μόλι αποφασισμένη να τον βρει, ταξιδεύει από το Μανταλέι στη Μπανγκόκ και τη Σαγκάη, αναζητώντας τον.
Υπέροχα κινηματογραφημένη σε ασπρόμαυρο από τον Ρούι Ποσάς και με πλάνα αρχείου να «τρυπώνουν» μέσα στην αφήγηση, η ταινία είναι μια πρόκληση για τον θεατή καθώς η ιστορία που ξετυλίγεται στην οθόνη μοιάζει με μια πειραματική καταγραφή της περιπλάνησης και της αναζήτησης ενός ζευγαριού για την αγάπη και την αντιμετώπιση της υπαρξιακής τους κρίσης, που αποκτά μορφή μέσα από την χαοτική πολυπολιτισμικότητα των χωρών που διασχίζουν. Όμως ξεπερνώντας αυτή την πρώτη ανάγνωση το «Grand Tour» χρησιμοποιεί την ιστορία του ως μέσο αναδημιουργίας και ανασύνθεσης του χώρου και του χρόνου. Η αφήγησή του μοιάζει με ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο που όμως διαπερνά τα σύνορα του παρελθόντος και «ακουμπάει» το σήμερα, ανακατεύοντας εικόνες από την Ασία του 1918 με σύγχρονα πλάνα πόλεων «γεφυρώνοντας» το παρελθόν με το παρόν, σχολιάζοντας ταυτόχρονα τον αποικιοκρατισμό και τα σημάδια του.
Οι Γκονσάλο Γούντινκγτον και Κρίστα Αλφαϊάτε ερμηνεύουν υπέροχα τους ρόλους τους και ο σκηνοθέτης προσεγγίζει αυτούς τους δυο τελείως αντίθετους χαρακτήρες υπέροχα. Το ταξίδι του Εντουάρντο είναι γεμάτο φόβο, έρχεται αντιμέτωπος με την υπαρξιακή του κρίση ενώ της Μόλι είναι κεφάτο, διασκεδαστικό. Αυτή η αντίφαση συνθέτει και τις δυο διαφορετικές προσεγγίσεις του σκηνοθέτη στα δυο ξεχωριστά αφηγηματικά μέρη. Στο πρώτο το ταξίδι είναι υπαρξιακό, μελαγχολικό ενώ στο δεύτερο μισό υπάρχει μια αίσθηση χαράς αλλά και σατυρικής διάθεσης. Αυτή η μετατόπιση ύφους από το υπαρξιακό στο κωμικό, με δόσεις μελαγχολίας και στα δυο μέρη, καθώς και η πειραματική προσέγγιση του Γκόμεζ, που δίνει περισσότερο βάρος στους κινηματογραφικούς μηχανισμούς και λιγότερο στην εξιστόρηση δημιουργούν κάποιες ρωγμές στο έργο του και δυσχεραίνουν την ροή αλλά η ταινία του παραμένει μια δημιουργία ενός εξαιρετικά ταλαντούχου σκηνοθέτη που ξέρει να διαχειρίζεται την αφήγησή του και να την διανθίζει με πλουραλιστικά στοιχεία.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (30-01-2025)