Σκαθαροζούμης, Σκαθαροζούμης

★★½☆☆☆

(Beetlejuice, Beetlejuice, Η.Π.Α., 2024,104’)

  • Σκηνοθεσία: Τιμ Μπάρτον

  • Ηθοποιοί: Μάικλ Κίτον, Γουαϊνόνα Ράιντερ, Κάθριν Ο'Χάρα, Τζάστιν Θερού, Μόνικα Μπελούτσι, Τζένα Ορτέγκα, Γουίλεμ Νταφόε

Έπειτα από 36 χρόνια ο Τιμ Μπάρτον σκηνοθετεί την συνέχεια της κλασικής κωμωδίας του «Σκαθαροζούμης» (1988, 92’) επαναφέροντας, εν μέρη με επιτυχία, την ατμόσφαιρα του προηγούμενο έργου του.

Η ταινία ακολουθεί την οικογένεια Ντιτζ που επιστρέφει, μετά από τρεις γενιές, στο Γουίντερ Ρίβερ. Ακόμα στοιχειωμένη από τον Σκαθαροζούμη, η ζωή της Λίντια ανατρέπεται όταν η επαναστάτρια έφηβη κόρη της, η Άστριντ, ανακαλύπτει το μυστηριώδες μοντέλο της πόλης στη σοφίτα και η πύλη στον άλλο κόσμο ανοίγει κατά λάθος. Με μεγάλους μπελάδες να αναστατώνουν και τους δύο κόσμους, είναι θέμα χρόνου πότε κάποιος θα αναφωνήσει το όνομα του Σκαθαροζούμη τρεις φορές, για να επιστρέψει αυτός ο σκανταλιάρης δαίμονας προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερο χαμό.

Μένοντας πιστός στο πρωτότυπο έργο του ο Μπάρτον σκηνοθετεί μια ταινία όπου το μαύρο χιούμορ, τα οπτικά γκαγκ και η κιτς γοτθική ατμόσφαιρα κυριαρχούν, «γεμίζοντας» την μεγάλη οθόνη με υπέροχα πρακτικά εφέ, μακιγιάζ, σκηνικά και κουστούμια, ενώ Μάικλ Κίτον επανέρχεται στον ρόλο του ως Σκαθαροζούμη δίνοντας μια πολύ καλή ερμηνεία η οποία όμως δεν αποπνέει την ίδια φρεσκάδα όπως στην πρώτη ταινία.

Αυτή η έλλειψη φρεσκάδας είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα του φιλμ, μαζί με το δαιδαλώδες σενάριο των Άλφρεντ Γκοφ & Μάιλς Μίλαρ όπου γεμίζουν το έργο με πολλές υποπλοκές στριμώχνοντας πολλές αφηγήσεις σε λίγο κινηματογραφικό χρόνο. Δεν διαφέρει τόσο πολύ από τις ταινίες-νοσταλγίας που αρέσκεται να δημιουργεί τα τελευταία χρόνια το Χόλυγουντ παρόλο που είναι ευχάριστη, κάποιες φορές ξεκαρδιστική, - αυτό οφείλεται κυρίως στην ικανότητα του Τιμ Μπάρτον να κρατάει ένα ρυθμό -, έρχεται όμως συνεχώς αντιμέτωπη με το παρελθόν της και αναγκαστικά συγκρίνεται με το πρώτο έργο που υπήρξε πρωτότυπο και ιδιοφυές για την εποχή του. Ως μια ταινία φόρο τιμής στην παλιότερη πετυχαίνει τον σκοπό της: γελάς, συγκινείσαι και παρασέρνεσαι από τον ξέφρενο ρυθμό που κάποιες φορές μοιάζει σαν να έχεις μπει σε τρενάκι του τρόμου, αλλά ως ένα έργο πρωτότυπο που προσθέτει κάτι καινούργιο δεν λειτουργεί επαρκώς.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (05-09-2024)

Previous
Previous

Μαζί Ξανά

Next
Next

Υπόθεση Γκολντμάν