Bird
★★★☆☆
(Ηνωμένο Βασίλειο, Η.Π.Α., Γαλλία, Γερμανία, 2024, 119’)
Σκηνοθεσία: Αντρεα Αρνολντ
Ηθοποιοί: Νικίγια Άνταμς, Μπάρι Κέογκαν, Φραντς Ρογκόφσκι, Τζέιμς Νέλσον-Τζόις, Σάρα Μπεθ Χάρμπερ
Η Άντρεα Άρνολντ τρία χρόνια μετά το «Cow» (2021, 94’), ένα ντοκιμαντέρ για την καθημερινότητα δύο αγελάδων, επιστρέφει στον κινηματογράφο με μια ταινία που έχει όλα τα χαρακτηριστικά του σπουδαίου σινεμά της όπως το γνωρίσαμε για πρώτη φορά με την εξαιρετική ταινία «Fish Tank» (2009, 123’), μια ρεαλιστική καταγραφή της ζωής μιας 15χρονης που ζει σε εργατική συνοικία του Έσσεξ, και το εξαιρετικό road movie «American Honey» (2016, 163’), που μας ταξίδεψε στις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ μέσα από την ιστορία της Σταρ.
Στο «Bird», η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη 12χρονη Μπέιλι, που ζει με την οικογένειά της σε κατάληψη στο Βόρειο Κεντ. Ο πατέρας της είναι συναισθηματικά απόμακρος, και εκείνη αναζητά περιπέτεια αλλού. Η εμφάνιση ενός μυστηριώδους άντρα φέρνει αλλαγές στη ζωή της οικογένειας.
Η ταινία διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της Άρνολντ: έντονο συναίσθημα, ζωντανοί χαρακτήρες, και εξαιρετικές ερμηνείες, με τη νεαρή Νικίγια Άνταμς και τον Φραντς Ρογκόφσκι να ξεχωρίζουν. Το στοιχείο μιας road movie ταινίας κάνει αισθητή την παρουσία του, αλλά εδώ η πρωταγωνίστρια δεν περιφέρεται στους μεγάλους ανοιχτούς αυτοκινητόδρομους της Αμερικής αλλά στα στενά σοκάκια του Κέντ και ξαποσταίνει στα χωράφια με φόντο μια πόλη που κατά διαστήματα μοιάζει νεκρή. Το ταξίδι προς την ενηλικίωση καταγράφεται εδώ άλλοτε με μια ψυχρότητα και άλλοτε με πλάνα που κρύβουν μέσα τους μια ζεστή φλόγα αισιοδοξίας, κάτι που δεν συναντάμε τόσο συχνά στις δυο προηγούμενες ταινίες της.
Η κάμερα στο χέρι, του πάντα εξαιρετικού Ρόμπι Ράιαν («Poor Things, 2023, 141’) ακολουθεί από κοντά τους χαρακτήρες, καταγράφει το περιθώριο, τις δυσκολίες των κατοίκων, και με ευφυή τρόπο ενσωματώνει τα κάθετα κάδρα από το κινητό της Μπέιλι, που βιντεογραφεί διάφορες στιγμές της ζωής της. Η σκηνοθέτης «αγκαλιάζει» το περιθώριο, τους χαρακτήρες που δεν κινούνται πάντα μέσα στα πλαίσια του αποδεκτού και προκαλούν. Δεν υπάρχει διάθεση να κρίνει αλλά αφήνει την κάμερα της να δείξει την πραγματικότητα αυτών των ανθρώπων, που αγαπούν, μισούν, συγκρούονται και στο τέλος ο καθένας από αυτούς προσπαθεί να βρει την εσωτερική γαλήνη ή μια διέξοδο από την δύσκολη ζωή που βιώνει.
Η Άρνολντ στο «Bird» επιχειρεί να κάνει μια στροφή από τον σκληρό, πολλές φορές άφιλτρο ρεαλισμό της, που αντλεί έμπνευση από το καλλιτεχνικό κίνημα «Kitchen Sink» (1950-1960), και να εισάγει κάποια στοιχεία του φανταστικού. Η συνάντηση της Μπέιλι με τον Bird αποτελεί την αρχή της απόκλισης αυτής, μέσα στο έργο της καθώς με αυτόν τον χαρακτήρα εισάγει το φανταστικό στοιχείο. Ο ρεαλισμός της αρχίζει σιγά σιγά να μετατίθεται προς τον μαγικό ρεαλισμό. Τα φανταστικά στοιχεία που εισάγει στην αρχή είναι καλοδεχούμενα καθώς υπάρχει μια αίσθηση επανάληψης των θεματικών της και της προσέγγισής τους, οπότε νιώθεις ότι τα παραπάνω στοιχεία θα δώσουν μια νέα πνοή στο έργο της.
Όμως αναπόφευκτα έρχεται η σύγκρουση, καθώς αδυνατεί να τα ενσωματώσει στην αφήγησή της . Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι «αγκαλιάζει» υπερβολικά εύκολα το περιθώριο και την οικονομική εξαθλίωση που μοιάζει σαν να ρομαντικοποιεί την φτώχεια. Ο ρεαλισμός της εδώ δεν εμπεριέχει κοινωνικές προεκτάσεις ή κάποια κριτική πάνω στην κοινωνία που δημιουργεί τις συνθήκες φτώχειας αλλά μένει στο επίπεδο της απλής καταγραφής και εισάγει μια αισιόδοξη νότα με την παραμυθένια ατμόσφαιρα ενώ κάποια σουρεαλιστικά στοιχεία δεν μοιάζουν να συνδέονται με την ρεαλιστική της αφήγηση και τελικά αποδυναμώνει την ταινία που μοιάζει συνεχώς να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο ρεαλισμό και την φαντασία δίχως να βρει ποτέ την τέλεια ισορροπία.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (28-11-2024)