Club Zero
★½☆☆☆☆ (Αυστρία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία, Δανία, Κατάρ, 2023, 110’)
Σκηνοθεσία: Τζέσσικα Χάουσνερ
Ηθοποιοί: Μία Βασικόβσκα, Ματιέ Ντεμί, Έλσα Ζιλμπερστάιν
Η Αυστριακή σκηνοθέτις Τζέσσικα Χάουσνερ που είχε κάνει αίσθηση με την ταινία της «Λούρδη» το 2009 επιστρέφει στις κινηματογραφικές αίθουσες με μια μαύρη κωμωδία, που προσπαθεί να σατιρίσει την εμμονή των σύγχρονων κοινωνιών να εστιάζουν σε εκκεντρικές μορφές υγιεινής διατροφής αλλά και την τυφλή εμπιστοσύνη που δείχνουν οι άνθρωποι απέναντι στις κάθε λογής αυθεντίες.
Η πάντα εξαιρετική Μία Γουασικόφσκα υποδύεται μια νεαρή δασκάλα σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο, όπου αναλαμβάνει να αλλάξει προς το καλύτερο τις διατροφικές συνήθειες των μαθητών με ένα πρωτοποριακό σεμινάριο «ενσυνείδητης διατροφής». Χρησιμοποιώντας ολοένα και πιο ακραίες τακτικές, η συμπεριφορά της αρχίζει σιγά σιγά να θυμίζει αρχηγό αίρεσης παρά έγκριτη διατροφολόγο και η υγεία των παιδιών αρχίζει να κλονίζεται επικίνδυνα με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η Χάουσνερ κατασκευάζει μια ταινία που προσπαθεί ανεπιτυχώς να ισορροπήσει ανάμεσα στην κωμωδία, το δράμα και την ταινία τρόμου, ενώ ο κοινωνικός της σχολιασμός είναι ισχνός και αδύναμος. Χωρίς να απομακρυνθεί από το γνωστό της σκηνοθετικό στυλ, δημιουργεί έναν κλειστοφοβικό κόσμο, που επικρατούν τα έντονα παλ χρώματα και οι πρωταγωνιστές της συμπεριφέρονται ψυχρά, σχεδόν μηχανικά, προσπαθώντας μέσα από την ιδιαίτερη κινηματογραφική της ματιά να δώσει βάθος σε ένα ρηχό σενάριο.
Η πολύ καλή φωτογραφία του Μάρτιν Γκσλαχτ και τα εξαιρετικά σκηνικά καταφέρνουν να «χτίσουν» έναν πιστευτό κόσμο, η αφήγηση όμως δεν δικαιολογεί ότι βλέπουμε στην οθόνη, μένοντας πολλές φορές μετέωρη, ανακυκλώνοντας σεναριακές ιδέες σε μια προσπάθεια να σχολιαστούν τα κακώς κείμενα των σύγχρονων κοινωνιών όσον αναφορά την εικόνα του σώματος, την υπερκατανάλωση και την εμμονή με την υγιεινή διατροφή που μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Αντλώντας έμπνευση από το σινεμά του Λάνθιμου, η Χάουσνερ χρησιμοποιεί την τεχνική της αποστασιοποίησης και της εσκεμμένης μηχανικής μανιέρας των ηθοποιών ως εργαλεία για να ενισχύσει τον σχολιασμό της, αλλά στο συγκεκριμένο έργο περισσότερο ενισχύουν μια στυλιζαρισμένη ατμόσφαιρα που μοιάζει επιτηδευμένη και άψυχη.
Το ασαφές μπερδεμένο σενάριο, οι ακραίες καταστάσεις, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της φιλμογραφίας της αλλά εδώ δεν λειτουργούν προς όφελος της, τουναντίον κατακερματίζουν την αφήγηση και ουσιαστικά εξαφανίζουν κάθε ίχνος σάτιρας, κοινωνικού σχολιασμού και έτσι αποτυγχάνει να μιλήσει για κάτι σημαντικό προκαλώντας περισσότερο δυσαρέσκεια για την κακοσχεδιασμένη κριτική που ασκεί, αφήνοντας τον θεατή να αναρωτηθεί ποιο είναι τελικά το μήνυμα της ταινίας;
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (09-05-2024)