Megalopolis
★★☆☆☆
(Η.Π.Α., 2024, 138’)
Σκηνοθεσία: Φράνσις Φορντ Κόπολα
Ηθοποιοί: Ανταμ Ντράιβερ, Τζιανκάρλο Εσπόζιτο, Νάταλι Εμάνιουελ, Ομπρεϊ Πλάζα, Σάια ΛαΜπεφ, Γιον Βόιτ, Λόρενς Φίσμπερν, Ταλια Σάιρ, Τζέισον Σουόρτσμαν, Ντάστιν Χόφμαν
Η επιστροφή του θρυλικού Αμερικάνου σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα («Ο Νονός», 1972, 175’, «Αποκάλυψη Τώρα», 1979, 153’) στον κινηματογράφο, είναι από μόνης της ένα γεγονός ανεξάρτητα αν η καινούργια του ταινία καταφέρνει να εκπληρώσει τον διακαή πόθο κοινού και κριτικών να σκηνοθετήσει ένα καινούργιο αριστούργημα. To «Megalopolis», έκανε επίσημη πρεμιέρα στις φετινές Κάννες, πρόκειται για ένα ιδιαίτερα προσωπικό project που ο Κόπολα προσπαθούσε ήδη από το 1983 να βρει πόρους ώστε να το πραγματοποιήσει, τελικά τα κατάφερε επενδύοντας ο ίδιος 120 εκατομμύρια.
Το «Megalopolis» είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που διαδραματίζεται σε μια φανταστική εκδοχή της Νέας Υόρκης (στη ταινία ονομάζεται Νέα Ρώμη). Ο ιδιοφυής καλλιτέχνης Cesar Catilina (Ανταμ Ντράιβερ) θέλει να χτίσει πάνω από την Νέα Ρώμη, που παρακμάζει, μια νέα πόλη (Megalopolis) που θα ανταποκρίνεται στην ουτοπία που έχει οραματιστεί και έρχεται σε σύγκρουση με τον δήμαρχο Cicero (Τζιανκάρλο Εσπόζιτο), που παραμένει αφοσιωμένος σε ένα οπισθοδρομικό καθεστώς, διαιωνίζοντας την απληστία και τη διαφθορά. Ανάμεσά τους στέκει διχασμένη η κοσμική Julia (Νάταλι Εμάνιουελ,), κόρη του δημάρχου, που εξαιτίας της αγάπης για τον Cesar θα δοκιμαστεί και θα αναγκαστεί να ανακαλύψει τι πραγματικά πιστεύει ότι αξίζει στην ανθρωπότητα.
Ο Κόπολα είναι ένας εξαιρετικός κινηματογραφιστής, ικανός με μια κίνηση της κάμερας, την επιλογή ενός κάδρου να αποδώσει το βαθύτερο νόημα πίσω από τις λέξεις. Η ικανότητά του αυτή όμως ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με την δεξιοτεχνία του ως σεναριογράφου. Το σενάριο, το οποίο παραδοσιακά αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του κινηματογραφικού έργου του είναι εδώ το μεγαλύτερο πρόβλημα. Δεν υπάρχει αφηγηματική συνοχή, και πολλές ιδέες, - όπως η αντίθεση ουτοπίας-δυστοπίας ή η σάτιρα της σύγχρονης κοινωνίας– παραμένουν ημιτελείς. Ακόμα και η εμφανής παραβολή της Αμερικής ως μιας Νέας Ρώμης που συνθλίβεται κάτω από την διαφθορά και τη συσσώρευση πλούτου (ο Κόπολα άντλησε έμπνευση από το ιστορικό γεγονός, τη «Συνωμοσία του Κατιλίνα» το 63 π.Χ. μια αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας) καταλήγει στην οθόνη να μοιάζει μια παρωχημένη ιδέα, που χάνεται μέσα στις υπερβολές και την έλλειψη αφηγηματικής βάσης. Πολλές σκηνές και υποπλοκές μέσα στην ταινία ξεκινούν αλλά δεν έχουν κάποια συνέχεια, ενώ οι διάλογοι, γεμάτοι σαιξπηρικές αναφορές, μοιάζουν επιτηδευμένοι, δίχως να έχουν κάποια ουσία.
Μέσα σε αυτό το χαοτικό και προβληματικό σενάριο, χάνονται δυστυχώς και οι ίδιοι ηθοποιοί. Σχεδόν καμία ερμηνεία δεν καταφέρνει να πείσει ότι στην οθόνη βλέπουμε ανθρώπους, που συζητούν, συγκρούονται, ερωτεύονται, μοιάζουν περισσότερο ως άψυχα όντα που περπατάνε μέσα στο κάδρο και κάποιες στιγμές φωνάζουν μεγαλοστομίες. Ο συνδυασμός των ακατανόητων διαλόγων και της απουσίας υποκριτικής διεύθυνσης εκμηδενίζουν και την όποια προσπάθεια για φιλοσοφικό αναστοχασμό πάνω στο έργο μέσω των χαρακτήρων. Η εμμονή του Κόπολα να συνδυάσει κάθε σκηνή, κάθε λέξη με συμβολισμούς και το κάθε του πλάνο να έχει ένα νόημα τον κάνει να ξεχάσει να συνδέσει όλα τα παραπάνω με μια κεντρική αφήγηση δημιουργώντας έτσι ένα έργο που μοιάζει πολλές φορές κενό και αρκετά παρωχημένο. Ακόμα και η στιβαρή ιδέα της μετατροπής μιας πόλης σε μια νέα ουτοπία χάνεται δυστυχώς στην πορεία καθώς ο Κόπολα μοιάζει να μην ενδιαφέρεται να αναλύσει περαιτέρω αυτή την ιδέα αλλά προσθέτει συνεχώς νέες σεναριακές ιδέες για να τις απορρίψει μετά από λίγο.
Τελικά το «Megalopolis» μοιάζει περισσότερο ως ένα work in progress project όπου ο Κόπολα πίστεψε και πάλεψε για να υλοποιηθεί, με προσωπικό κόστος, περισσότερο ίσως για να αποδείξει στον εαυτό του ότι ακόμα μπορεί να δημιουργήσει παρά για να παρουσιάσει στο κοινό κάτι ολοκληρωμένο. Όπως και να ‘χει η ταινία αποτελεί μια (ακόμα) ενδιαφέρουσα αποτυχία ενός μεγάλου κινηματογραφιστή, ίσως του σημαντικότερου εν ζωή, που σε κάποιες στιγμές της μπορείς να ξεχωρίσεις την οξυδερκή ματιά ενός εξαιρετικού σκηνοθέτη.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (28-11-2024)