Νοσφεράτου
★★★★☆ (Nosferatu, Η.Π.Α., 2024, 132’)
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Εγκερς
Ηθοποιοί: Mπιλ Σκάρσγκαρντ, Νίκολας Χουλτ, Λίλι-Ρόουζ Ντεπ, Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον, Εμα Κόριν, Ραλφ Άινεσον, Σάιμον ΜακΜπέρνι, Γουίλεμ Νταφόε
Ο Ρόμπερτ Έγκερς επιστρέφει στον κινηματογράφο δύο χρόνια μετά την τελευταία του ταινία («Ο Άνθρωπος απ’ τον Βορρά», The Northman, 2022, 136’), σκηνοθετώντας ένα άτυπο ριμέικ της κλασικής ταινίας του Μούρναου, «Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου» (1922, 94’). Βασίζοντας την ιστορία του στο πρωτότυπο έργο - το οποίο, με τη σειρά του, είχε αντλήσει έμπνευση από το μυθιστόρημα «Δράκουλας» του Μπραμ Στόκερ, αν και ο Μούρναου, για λόγους πνευματικών δικαιωμάτων, αναγκάστηκε να ονομάσει την ταινία του «Νοσφεράτου» - ο Έγκερς επιχειρεί μια οπτικά ανανεωμένη προσέγγιση της ιστορίας. Το αποτέλεσμα είναι ένα ατμοσφαιρικό φιλμ, με επιβλητικά σκηνικά και εξαιρετικές ερμηνείες.
Η βασική πλοκή της ταινίας παραμένει σχεδόν απαράλλαχτη από το πρωτότυπο: ο μεσίτης Τόμας Χάτερ ταξιδεύει στην Τρανσυλβανία για μια σημαντική συνάντηση με τον κόμη Όρλοκ, έναν βρικόλακα και πιθανό πελάτη. Όσο εκείνος λείπει, η Έλεν, η νεαρή σύζυγος του Χάτερ, μένει πίσω υπό την προστασία των φίλων τους, Φρίντρικ και Άννα Χάρντινγκ. Βασανισμένη από οράματα και μια όλο και πιο έντονη αίσθηση τρόμου, η Έλεν έρχεται αντιμέτωπη με μια δύναμη που ξεπερνά τον έλεγχό της.
Έχοντας υπόψιν το προηγούμενο έργο του Έγκερς θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς κάποιον άλλο σκηνοθέτη που θα καταπιανόταν με αυτό το project. Από την πρώτη του ταινία «Η μάγισσα» («The Witch», 2015, 92’) μέχρι και το υποβλητικό «Ο Φάρος» («The Lighthouse», 2019, 109’) έχει δείξει ότι η γοτθική ατμόσφαιρα, το μυστήριο και οι ιστορίες τρόμου είναι στοιχεία που θέλει να αναδείξει μέσα από το έργο του. Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, συνεργάζεται ξανά με τον εξαιρετικό διευθυντή φωτογραφίας Τζάριν Μπλασκ (αξίζει να αναζητήσει κανείς συνεντεύξεις του, όπου αναλύει τον τρόπο δουλειάς του) και, μαζί, κατασκευάζουν έναν γοτθικό κόσμο που ενώ μέσα του ελλοχεύει το μυστήριο και το μεταφυσικό μοιάζει ταυτόχρονα και ρεαλιστικός καθώς η εμμονή του Έγκερς με την έρευνα και την προσοχή στη λεπτομέρεια καταφέρνουν να «χτίσουν» ένα κόσμο που μοιάζει αληθινος.
Ο Μπλασκ «ντύνει» την πόλη με μπλε και γκριζοπράσινες αποχρώσεις, στα όρια του ξεθωριασμένου, ενώ το φως των κεριών και η φωτιά - που συμβολικά απομακρύνει το κακό - εκπέμπουν ένα έντονο κιτρινοκόκκινο φως, δημιουργώντας μια εντυπωσιακή αντίθεση με τη μελαγχολική και μακάβρια ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στους δρόμους της πόλης. Πολλές σκηνές μοιάζουν σαν να «ξεπήδησαν» από πίνακες ζωγραφικής και με έξυπνο τρόπο χρησιμοποιεί τα σύγχρονα μέσα για αναδημιουργήσει το εξπρεσιονιστικό ύφος του Μουρνάου. Το σκοτάδι και οι σκιές πολλές φορές «καταπίνουν» τους χαρακτήρες αλλά και την ίδια την πόλη, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα ανησυχίας και την εντύπωση ότι η απειλή του κόμη Όρλοκ είναι διαρκώς παρούσα. Ο ήχος της ταινίας, με τα καιρικά φαινόμενα - τη βροχή και τον άνεμο - να δίνουν ρυθμό, σε συνδυασμό με την απόκοσμη μουσική του Ρόμπιν Κάρολαν, ενισχύει την ατμόσφαιρα φόβου και ανησυχίας που διαπερνά ολόκληρο το φιλμ.
Αφηγηματικά, ο Έγκερς παραμένει πιστός στο πρωτότυπο έργο, εστιάζοντας όμως περισσότερο στη σχέση μεταξύ της Έλεν - την οποία υποδύεται εξαιρετικά η Λίλι-Ρόουζ Ντεπ, προσδίδοντας βάθος στον χαρακτήρα της μέσα από μια ερμηνεία που συχνά βασίζεται στο σωματικό θέατρο – και του κόμη Όρλοκ. Ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ ενσαρκώνει με απόλυτη πειστικότητα τον μοχθηρό βρικόλακα, αποτυπώνοντας έντονα την εμμονή του με την Έλεν. Ο Έγκερς επιχειρεί να απομακρυνθεί από τον παραδοσιακό τρόμο (χωρίς, ωστόσο, να λείπουν οι στιγμές ατόφιου jump scare) και επικεντρώνεται περισσότερο στη σκιαγράφηση της ψυχοσύνθεσης των δύο κεντρικών χαρακτήρων του, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πρωταγωνίστριά του.
Ο τρόμος που «χτίζεται» μέσα από την οπτική αφήγηση, το μεγάλο ατού της ταινίας, συχνά αφαιρεί από την προσπάθεια του Έγκερς να δώσει μεγαλύτερη υπόσταση στην τραγική ιστορία που ξετυλίγεται στην οθόνη και ο αργός ρυθμός που επιλέγει σε κάποια σημεία δημιουργεί πρόβλημα στο γενικό σύνολο αλλά παρόλα αυτά το «Νοσφεράτου» στέκεται αντάξια δίπλα στην εμβληματική ταινία του Μουρνάου. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό έργο, το οποίο δημιουργεί έναν εφιαλτικό κόσμο που σε καθηλώνει και σε απορροφά ολοκληρωτικά.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (02-01-2025)