Χαμένα Κορμιά
★★★★★ (Poor Things, Ιρλανδία, Ην. Βασίλειο, Η.Π.Α., 2023, 141’)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Ηθοποιοί: Έμα Στόουν, Μαρκ Ραφάλο, Γουίλεμ Νταφόε, Ραμού Γιούσεφ
Η νέα ταινία του πολυβραβευμένου σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου, «Χαμένα κορμιά» («Poor Things»), υποψήφια για έξι Χρυσές Σφαίρες, θα κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου, ανοίγοντας με τον καλύτερο τρόπο την κινηματογραφική χρονιά του 2024.
Βασισμένη στο βιβλίο του Αλισντερ Γκρέι «Χαμένα κορμιά: Επεισόδια από τη νεανική ζωή ενός γιατρού του Δημοσίου Οργανισμού Υγείας της Σκωτίας», το οποίο διασκευάζει σε σενάριο ο σεναριογράφος της «Ευνοούμενης» Τόνι ΜακΝαμάρα, η ταινία είναι ένα παραμύθι που σατιρίζει την πατριαρχία και, όσο η ιστορία εξελίσσεται, προβαίνει σε βαθιά ανάλυση της γυναικείας απελευθέρωσης.
Ο Λάνθιμος διαφοροποιείται από τις προηγούμενες ταινίες του, προσθέτοντας νέα αφηγηματικά στοιχεία, δίνοντας ένα πολυδιάστατο κινηματογραφικό έργο στο οποίο δεν λείπει η σάτιρα, το μαύρο χιούμορ και η δημιουργία μιας φαντασιακής ατμόσφαιρας που σχολιάζει τον σύγχρονο κόσμο. Η διαφοροποίηση αυτή δίνει στο νέο του έργο μια φρέσκια πνοή, καταφέρνοντας να μην επαναλαμβάνεται, εξελίσσοντας τη φόρμα του και πηγαίνοντας το προσωπικό του σινεμά ένα βήμα παρακάτω.
Τα «Χαμένα κορμιά» έχουν το προνόμιο να αποτελούνται από διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης, δίνοντας στον θεατή την ευκαιρία να παρακολουθήσει αρχικά μια καλοφτιαγμένη ταινία που λειτουργεί ως ένα εξαιρετικό παραμύθι φαντασίας, γεμάτο αστείες σκηνές και μετέπειτα να «εισχωρεί» κάτω από την επιφάνεια για να ανακαλύψει ότι πρόκειται για μια ταινία βαθιά κοινωνικοπολιτική και φεμινιστική. Μια ταινία που, με το ιδιαίτερο χιούμορ της, στηλιτεύει την αντρική παρουσία η οποία συνεχώς προσπαθεί να επιβληθεί, σχολιάζοντας ταυτόχρονα τον αμοραλισμό, την εκμετάλλευση των χωρών του τρίτου κόσμου και τη φτώχεια. Ολα τα παραπάνω ξετυλίγονται μέσα από το προσωπικό ταξίδι της πρωταγωνίστριας, της Μπέλας, την οποία υποδύεται η εξαιρετική Εμα Στόουν, που ερμηνεύει τόσο καλά σωματικά και συναισθηματικά τον χαρακτήρα της, ώστε να τον «ζωντανεύει» δίνοντας μια πολύπλευρη ερμηνεία.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα φαντασιακό βικτοριανό Λονδίνο, όπου ο δρ Γκόντγουιν Μπάξτερ (τον υποδύεται ο πάντα εκπληκτικός Γουίλεμ Νταφόε) καταφέρνει, με τη βοήθεια της επιστήμης, να αναστήσει τη νεκρή Μπέλα, μια νεαρή γυναίκα η οποία μεγαλώνει απομονωμένη στην έπαυλη του επιστήμονα και επιθυμεί σιγά σιγά να βγει στον έξω κόσμο και να τον γνωρίσει. Κάτι το οποίο καταφέρνει με τη βοήθεια του δικηγόρου Ντάνκαν Γουιντεμπέρν (τον υποδύεται ο Μαρκ Ράφαλο, ίσως στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του), που της υπόσχεται να της δείξει τα «θαύματα» του έξω κόσμου.
Ο Λάνθιμος δομεί την ταινία του χωρίζοντάς την σε κεφάλαια, το καθένα εκ των οποίων παίρνει το όνομά του από την πόλη στην οποία ταξιδεύει η Μπέλα. Ξεκινώντας από το Λονδίνο, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Λισαβόνα, την Αλεξάνδρεια, το Παρίσι, η Μπέλα καταλήγει ξανά στο Λονδίνο. Κάθε προορισμός είναι σημείο καμπής για τη ζωή της πρωταγωνίστριας που διαμορφώνει τον χαρακτήρα της μέσα από τις εμπειρίες που αποκτά και τους ανθρώπους που γνωρίζει. Μέσα από αυτά τα ταξίδια η Μπέλα αρχικά ωριμάζει σεξουαλικά και έπειτα αναζητά την πνευματική ωρίμανση, καθώς αναρωτιέται ποιος είναι ο λόγος της ύπαρξής της και ποια είναι η θέση της στον κόσμο, διεκδικώντας να γίνει ένας καλύτερος άνθρωπος και να εξελιχθεί.
Ο χαρακτήρας της Μπέλα αντιπροσωπεύει το γυναικείο φύλο και την καταπίεση που υφίσταται από τη στιγμή που γεννιέται και σε όλη την πορεία της ζωής του – μιας ζωής κάτω από τη σκιά της πατριαρχίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο χαρακτήρας της ηρωίδας της Εμα Στόουν διαμορφώνεται μέσα από τους άντρες που έχει στη ζωή της και ότι ο καθένας προσπαθεί, ηθελημένα ή άθελά του, με τον τρόπο του, να παρέμβει πάνω της, επιδιώκοντας έναν «ακρωτηριασμό» της πνευματικής της διαύγειας και τη φυλάκιση του σώματός της. Οι άντρες, ο Γκόντγουιν, ο Μαξ Μπάξτερ και ο Ντάνκαν Γουιντεμπέρν, επιβάλλουν την παρουσία τους και συχνά κάνουν σχέδια που την αφορούν χωρίς καν να την υπολογίζουν. Από τους παραπάνω, όμως, ο πιο σημαντικός χαρακτήρας παραμένει ο Γουιντεμπέρν, ο οποίος αντιπροσωπεύει την τοξική αρρενωπότητα. Ενας άντρας που διατυμπανίζει συνεχώς την πολυποίκιλη ερωτική του ζωή και τονίζει στην Μπέλα ότι δεν ενδιαφέρεται για εκείνη ενώ σταδιακά δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο καθώς γίνεται κτητικός, αρνούμενος να δεχτεί την πνευματική ωρίμανσή της, προσπαθώντας συνεχώς να την υπονομεύσει, επιδιώκοντας να την κρατήσει στάσιμη, βλέποντας την τελικά μόνο ως ένα σεξουαλικό αντικείμενο, θαυμάζοντας την σεξουαλική της ορμή, μόνο, όμως, αν του ανήκει. Ο χαρακτήρας του Γουιντεμπέρν αποδομείται σταδιακά, οδηγείται στην καταστροφή, την εξαθλίωση, γίνεται από ένας δήθεν σημαντικός άνθρωπος μια ασήμαντη προσωπικότητα που έχει χάσει την οποιαδήποτε επιρροή του πάνω στην Μπέλα.
Ο Λάνθιμος όλα τα παραπάνω τα αφηγείται κρατώντας έναν πολύ καλό ρυθμό, τονίζοντας το φαντασιακό με τη σκηνοθεσία του, χρησιμοποιώντας ευρυγώνιους και fish eye φακούς, τοποθετώντας την κάμερα σε ανορθόδοξες γωνίες λήψεις. Η εξαιρετική φωτογραφία του Ρόμπι Ράιαν («American Honey») τονίζει την αφήγηση, δίνοντας το απαραίτητο βάθος και, σε συνδυασμό με τα απίστευτα σκηνικά και τα τέλεια vfx, προσδίδοντας στην ταινία την παραμυθένια διάστασή της. Μέσα από τη φωτογραφία, ο Λάνθιμος αφηγείται οπτικά την πνευματική εξέλιξη και ψυχική αλλαγή της πρωταγωνίστριας. Στην αρχή της ταινίας, όταν η Μπέλα δεν έχει αρχίσει ακόμα να αποκτά συνείδηση του ποια είναι και του ποια μπορεί να γίνει, επικρατεί η ασπρόμαυρη φωτογραφία, ένας ασπρόμαυρος κόσμος, μονότονος. Καθώς η Μπέλα αρχίζει να διεκδικεί την ελευθερία της η ταινία αποκτά μια παλέτα technicolor χρωμάτων που ζωντανεύει με τέλειο τρόπο τις χώρες που επισκέπτεται. Καθώς, όμως, το ταξίδι της συνεχίζεται, αυτή η χρωματική παλέτα διαφοροποιείται: στη Λισαβόνα είναι πιο έντονη, κορεσμένη, ενώ όταν πια βρισκόμαστε στο Παρίσι και πάλι πίσω στο Λονδίνο αλλάζει, γεμίζει με πιο σκούρα χρώματα και αρχίζει να πλησιάζει την μπλε απόχρωση, δίνοντάς μας την αίσθηση της πνευματικής μεταστροφής της Μπέλα, που από κορίτσι γίνεται γυναίκα και που είναι πια ώριμη να σκέφτεται, να καταλαβαίνει και να διεκδικεί.
Ενα αρνητικό στοιχείο που έχει η ταινία είναι ότι το τρίτο μέρος κρατάει παραπάνω από όσο θα έπρεπε – καθώς ήδη από το κεφάλαιο «Παρίσι» έχει αρχίσει μια επανάληψη στην αφήγηση και θα μπορούσε να είχε κερδηθεί περισσότερος αφηγηματικός χρόνος ώστε να υπάρχει ένα καλύτερο φινάλε. Παρ’ όλα αυτά, ο Λάνθιμος καταφέρνει ακόμα μια φορά να δημιουργήσει κάτι ξεχωριστό, αποφεύγοντας να εγκλωβιστεί σε μια επανάληψη της τέχνης του, δείχνοντας ότι συνεχώς αναζητά την εξέλιξή της και τολμώντας να ανοίξει νέα κινηματογραφικά μονοπάτια.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (18-12-2023)