★★★☆☆ (Η.Π.Α., 2024, 137’)

  • Σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο

  • Ηθοποιοί: Ντάνιελ Κρεγκ, Ντρου Στάρκι, Τζέισον Σβαρτσμαν, Ενρίκε Ζάγκα

Μετά την επιτυχημένη ταινία του, «Οι Αντίπαλοι» («The Challengers» (2024, 131’), ο Λούκα Γκουαντανίνο επιστρέφει με τη μεταφορά του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Γουίλιαμ Μπάροουζ, «Queer». Στην ταινία, ο Γκουαντανίνο αφηγείται την ιστορία του Γουίλιαμ Λι (alter ego του Μπάροουζ), ενός μεσήλικα συγγραφέα που ζει στο Μεξικό τη δεκαετία του 1950. Βυθισμένος στους εθισμούς του και στη μοναξιά, περνά τις νύχτες του στα γκέι μπαρ της πόλης, αναζητώντας όχι μόνο σαρκική αλλά και συναισθηματική σύνδεση. Η ζωή του αλλάζει όταν συναντά τον Γιουτζίν Άλερτον, έναν γοητευτικό αλλά απόμακρο νεαρό ναύτη. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια τοξική και μονόπλευρη σχέση, που οδηγεί τον Λι σε μια σπαρακτική αναζήτηση αποδοχής και αγάπης.

Η απόπειρα μεταφοράς ενός μυθιστορήματος του Μπάροουζ, ενός από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους της γενιάς των Μπιτ, είναι ένα τεράστιο στοίχημα. Ο Γκουαντανίνο καταφέρνει, σε κάποιο βαθμό, να δώσει σχήμα στην ιστορία του, με την αφήγηση να θυμίζει περισσότερο το ξεφύλλισμα ενός ημερολογίου, όπου αποσπάσματα ξετυλίγονται στην κινηματογραφική οθόνη. Με έξυπνα οπτικά εφέ που εναρμονίζονται πλήρως με τα ψηφιακά, η ταινία καταφέρνει να δώσει μια ονειρική διάσταση στην ιστορία, που συχνά φλερτάρει με τον εφιάλτη, παραμένοντας πιστή στη γραφή του Μπάροουζ. Μέσα από αρκετές σουρεαλιστικές σεκάνς, - γεμάτες συμβολισμούς, που άλλες φορές λειτουργούν και άλλες όχι -, προσπαθεί να αναδείξει την συναισθηματική κατάσταση του πρωταγωνιστή του, ενός ανθρώπου που (ίσως) μάταια αναζητά την συναισθηματική σύνδεση με τον νεαρό Γιουτζίν. Ο Ντάνιελ Κρεγκ ενσαρκώνει με υπέροχο τρόπο τον μεσήλικα Λι: ο πόθος, η λαγνεία, η εξάρτησή του από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, καθώς και η αναζήτηση του για μια αληθινή συναισθηματική σύνδεση αποκτούν υπόσταση χάρη στη τολμηρή ερμηνεία του.

Στο τρίτο μέρος της ταινίας, η δράση μεταφέρεται στη ζούγκλα, όπου ο Λι και ο Γιουτζίν ξεκινούν για να βρουν ένα παραισθησιογόνο φυτό που φημολογείται ότι προσφέρει τηλεπαθητική σύνδεση. Ο Λι ελπίζει ότι αυτή η ιδιότητα θα του επιτρέψει να κατανοήσει βαθύτερα και να έρθει πιο κοντά στον κυνικό Γιουτζίν. Ο Γκουαντανίνο «φορτώνει» ακόμα περισσότερο την αφήγησή του με συμβολισμούς και το ταξίδι καταλήγει σε μια ψυχεδελική κατάδυση στο εσωτερικό κόσμο των πρωταγωνιστών, παραδίδοντας μια υπέροχη σεκάνς όπου οι δυο σύντροφοι σμίγουν και η ερωτική επιθυμία αποτυπώνεται κινηματογραφικά τόσο έντονα  και μοναδικά.

Ωστόσο, το τρίτο μέρος της ταινίας αποδεικνύεται το πιο αδύναμο αφηγηματικά. Οι συμβολισμοί και οι ονειρικές/εφιαλτικές σκηνές αρχίζουν να επαναλαμβάνονται, ενώ μια ξαφνική αλλαγή ύφους – με αρκετές σκηνές να αποκτούν χιουμοριστική διάθεση – έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο και την ατμόσφαιρα των δύο πρώτων μερών. Αντί να εμβαθύνει περισσότερο στη σχέση των δύο αντρών, και ειδικότερα στον χαρακτήρα του Γιουτζίν, ο οποίος παραμένει ημιτελής και ανεπαρκώς αναπτυγμένος, η αφήγηση χάνει τη συνοχή της και τελικά δεν προσθέτει κάτι καινούργιο, μοιάζοντας να μην μπορεί να διατηρήσει τον αφηγηματικό κορμό όπως στα δυο πρώτα μέρη, παραδίδοντας τελικά μια άνιση αλλά γοητευτική ταινία που κάνει «βουτιά» στα μύχια ανθρώπινης ψυχής και του ανεκπλήρωτου πόθου.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (16-01-2025)

Previous
Previous

Αρκάντια

Next
Next

Αληθινός Πόνος