Το Παρίσι του Σουλεϊμάν
★★★☆☆ (Souleymane's Story, Γαλλία, 2024, 94’)
Σκηνοθέτης: Μπορίς Λοζκίν
Ηθοποιοί: Αμπού Σανγκαρέ, Νίνα Μερισσέ, Ουμάρ Σοου, Εμανουέλ Γιοβανί
Ο Μπορίς Λοζκίν σκηνοθετεί την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία απέσπασε το Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο 77ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών, καθώς και το Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου για την υπέροχη και συγκλονιστική ερμηνεία του Αμπού Σανγκαρέ. Ταινία-φόρος τιμής στο σινεμά των Αδερφών Νταρντέν, είναι ένα σφιχτοδεμένο κοινωνικό δράμα, που κινείται με ιλιγγιώδη ρυθμό στους πυκνοκατοικημένους δρόμους του Παρισιού. Ο Σουλεϊμάν ζει στο Παρίσι, δουλεύοντας ως ανασφάλιστος διανομέας φαγητού. Καθημερινά «οργώνει» με το ποδήλατό του τους δρόμους της πόλης, παραδίδοντας πακέτα και προβάροντας συνεχώς την ψεύτικη ιστορία που πρέπει να πει, έπειτα από παρότρυνση ενός μεσάζοντα, που τον βοηθάει να τακτοποιήσει τα χαρτιά του και τον καθοδηγεί στη διαδικασία αίτησης ασύλου, ώστε να συγκινήσει τον οργανισμό που εξετάζει την αίτησή του.
Ο Λοζκίν αφηγείται μια ιστορία απλή, που έχει ειπωθεί ξανά, αλλά εδώ δεν διστάζει καθόλου να την κινηματογραφήσει με μια φρεσκάδα, εστιάζοντας κυρίως στον πρωταγωνιστή του. Με τη βοήθεια του εξαιρετικού διευθυντή φωτογραφίας, Τριστάν Γκαλάν, που έχει την κάμερα συνεχώς στο χέρι, ακολουθεί τον Σουλεϊμάν σε μια ξέφρενη πορεία επιβίωσης, μέσα σε μια απρόσωπη πόλη. Η αμεσότητα της σκηνοθεσίας, σε συνδυασμό με μια εξαιρετική ηχητική επεξεργασία, που αφήνει στην άκρη τη μουσική επένδυση και δίνει βάρος στην καταγραφή της ανάσας του πρωταγωνιστή -όταν γυρίζει με ορμή τα πετάλια, όταν τρέχει να προλάβει το λεωφορείο, όταν αγωνίζεται αδιάκοπα για την επιβίωσή του. Ετσι, η ταινία ξεχωρίζει από μια απλή καταγραφή της ζωής ενός μετανάστη που ελπίζει να νομιμοποιηθεί και να εργαστεί. Γίνεται κάτι πολύ περισσότερο: βίωμα της αγωνίας του, της κόπωσης και της ελπίδας του.
Ο Λοζκίν αναδεικνύει τις θεματικές του μέσα από την ακριβή και σιωπηλά δυνατή καταγραφή της καθημερινότητας του Σουλεϊμάν. Η εκμετάλλευση των μεταναστών, η αναλωσιμότητά τους σε επαγγέλματα όπως η διανομή φαγητού, όπου δεν υπάρχουν δικαιώματα, παρά μόνο αμείλικτες υποχρεώσεις, τα πενιχρά ημερομίσθια, οι εξαντλητικές ώρες εργασίας, αλλά και η υποκρισία ενός συστήματος που ζητά με ψεύτικες ιστορίες να το συγκινήσεις, για να προσφέρει τη βοήθειά του, ενσωματώνονται οργανικά στην αφήγηση. Χωρίς μελοδραματισμούς, χωρίς ωραιοποίηση, χωρίς καμία διάθεση εκμετάλλευσης του δράματος.
Στην καθαρτική σκηνή του φινάλε, ο Σουλεϊμάν μιλά. Εξωτερικεύει όλη την ένταση που κουβαλούσε και που εμείς, ως θεατές, βιώσαμε μαζί του. Στο τέλος, καταλαβαίνουμε τι βλέπαμε: η κόπωση του ήρωα γίνεται και δική μας. Το σώμα μας σχεδόν πονά από την τόση ορθοπεταλιά, το άγχος, τη διαρκή σύγκρουση με μια ανελέητη πραγματικότητα. Και ενώ εμείς ίσως να νιώθουμε σωματικά και ψυχικά εξαντλημένοι, ο Σουλεϊμάν παραμένει στο κάδρο -αγέρωχος, παρών, καθηλωτικός-, ερμηνεύοντας έναν συγκλονιστικό μονόλογο. Είναι μια στιγμή κινηματογραφικής δύναμης, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως λύτρωση και αφύπνιση.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (24-04-2025)