The Brutalist
★★★☆☆ (Η.Π.Α., 2024, 215’)
Σκηνοθεσία: Μπρέιντι Κορμπέ
Ηθοποιοί: Eιντριεν Μπρόντι, Φελίσιτι Τζόουνς, Γκάι Πιρς, Τζο Aλγουιν, Ράφι Κάσιντι
Έχοντας κερδίσει δύο Χρυσές Σφαίρες (Καλύτερης Ταινίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Έιντριαν Μπρόντι) και όντας υποψήφιο για δέκα Όσκαρ, αποτελώντας μάλιστα ένα από τα φαβορί, το «The Brutalist» είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Μπρέιντι Κόρμπετ («Vox Lux», 2018, 110’ ). Ένα επικό βιογραφικό δράμα που ακολουθεί την ιστορία του Ούγγρου αρχιτέκτονα Λάζλο Τοθ (ο Έιντριαν Μπρόντι, παραδίδει μια σπαρακτική ερμηνεία, καταφέρνοντας να αποτυπώσει το συναισθηματικό βάρος του ήρωά του), που επέζησε από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και μεταναστεύει το 1947 στις ΗΠΑ, ελπίζοντας να ξαναχτίσει τη ζωή του και να επανενωθεί με τη σύζυγό του, Ερζέμπετ. Μόνος σε μια ξένη χώρα, εγκαθίσταται στην Πενσιλβάνια, όπου ένας βιομήχανος αναγνωρίζει το ταλέντο του και του αναθέτει ένα τεράστιο έργο. Όμως, η μεγάλη του ευκαιρία συνοδεύεται από βαρύ τίμημα. Μια ιστορία για τη δημιουργία και την καταστροφή, το Αμερικανικό Όνειρο και το κόστος της επιτυχίας.
Η ταινία του Κόρμπετ διαθέτει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά ενός επικού δράματος: εξαιρετική κινηματογράφηση από τον Λολ Κρόλεϊ, που χρησιμοποιεί φιλμ 70mm σε VistaVision φορμά για να αποτυπώσει την εποχή προσδίδοντας μια μελαγχολία στην εικόνα του, επιβλητικά σκηνικά και ριζοσπαστικές επιλογές στο μοντάζ. Οι τίτλοι αρχής που τρέχουν οριζόντια στην οθόνη και το ενσωματωμένο intermission στην αφήγηση αποτελούν ευρηματικές προσθήκες, ενώ η καθηλωτική μουσική του Ντάνιελ Μπλούμπεργκ και οι εξαιρετικές ερμηνείες βοηθούν στη κατασκευή ενός φιλόδοξου έργου. Αν προσθέσουμε και την τρεισήμισι ώρες διάρκειά της, που ξεδιπλώνει σαν μυθιστόρημα την ζωή του πρωταγωνιστή τότε η ταινία δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί επική. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλα μεγάλα έπη, - από όπου ο σκηνοθέτης αντλεί έμπνευση -, όπως το «Πολίτης Κέιν («Citizen Kane» 1941, 119’), ή «Ο Νονός: Μέρος 2» («The Godfather, Part 2» 1974, 202’), δυσκολεύεται να διατηρήσει μια σταθερή αφηγηματική δομή και καταρρέει στο δεύτερο μισό υπό το βάρος της ίδιας της φιλοδοξίας της και των πολλαπλών θεματικών που προσπαθεί να αναλύσει.
Από τα πρώτα πλάνα όπου ο Τοθ, φτάνει στις ΗΠΑ, και αντικρίζει στον ορίζοντα το Άγαλμα της Ελευθερίας που δεσπόζει, όχι όμως ευθυτενής αλλά καδραρισμένο γυρτά έτοιμο να καταρρεύσει, το μήνυμα της ταινίας είναι ξεκάθαρο: το Αμερικανικό όνειρο είναι σαθρό, μια ψευδαίσθηση, δημιούργημα ενός άκρατου καπιταλισμού. Ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός ανθρώπου που κουβαλά τον πόνο, την απώλεια και τα τραύματα του πολέμου και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και αναζητεί μια νέα ζωή στην Αμερική. Εκεί, όμως, δεν βρίσκει λύτρωση, αλλά μια σκληρή πραγματικότητα. Τα τραύματά του - σωματικά και ψυχικά - είναι βαθιά, και η «χώρα των ευκαιριών» όχι μόνο δεν τα επουλώνει, αλλά του γεννά νέα και τα διογκώνει.
Ο Κόρμπετ ανοίγει πολλά μέτωπα, παρουσιάζοντας και αναλύοντας τις θεματικές του με ευρηματικότητα στο πρώτο μέρος. Ο καπιταλισμός, η κατάχρηση εξουσίας, η ισοπέδωση των ονείρων, η μετανάστευση, το τίμημα της φιλοδοξίας και οι κοινωνικές ανισότητες αποτελούν κεντρικά μοτίβα της αφήγησής του. Καθώς όμως η ταινία προχωρά, το στιβαρό σενάριο (γραμμένο από τον ίδιο τον και τη Μόνα Φάστβολντ) αρχίζει να εμφανίζει ρωγμές. Στο δεύτερο μέρος, η επανάληψη, η έλλειψη νέων ιδεών και η εξάντληση των θεματικών, σε συνδυασμό με τη μεγάλη διάρκεια, που δεν λειτουργεί υπέρ της ταινίας καθώς αντί να ενισχύεται η ένταση και να οδηγηθούμε σε μια κορύφωση μοιάζει να απορροφά την ζωτικότητά της, αφαιρούν ένα μέρος από το επικό χαρακτήρα της ταινίας.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (06-02-2025)