Η Σιωπηλή Καμαριέρα

★★★☆☆ (The Quiet Maid, Ισπανία, Η.Π.Α., 2023, 94’)

  • Σκηνοθεσία: Μιγκέλ Φάους

  • Ηθοποιοί: Πόλα Γριμάλντο, Αριάτνα Γκιλ, Λούις Μπέρμεχο

Το ντεμπούτο του Μιγκέλ Φάους, η πρώτη Ευρωπαϊκή ταινία χρηματοδοτημένη από Non-fungible token (NFT) και με παραγωγό τον Στίβεν Σόντερμπεργκ («Σεξ, Ψέματα, και Βιντεοταινίες», 1989, 100’, «Traffic», 2000, 147’ ), είναι ένα έργο που μέσω της σταυρικής του ατμόσφαιρα μας θυμίζει ξανά το τεράστιο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και την εκμετάλλευση των τελευταίων στα πλαίσια του εργατικού περιβάλλοντος, θυμίζοντας σε αρκετά σημεία την ταινία «Παράσιτα» («Parasite», 2019, 132’) του Πονγκ Τσουν-χο χωρίς όμως να έχει το απαραίτητο σεναριακό βάθος.

Η Πόλα Γριμάλντο, εξαιρετική στον ρόλο της, υποδύεται την Άννα μία οικιακή βοηθό από την Κολομβία, που δουλεύει ακούραστα σε μία πολυτελή βίλα στην Κόστα Μπράβα για μία εύπορη οικογένεια που ασχολείται με το εμπόριο τέχνης. Παρασυρμένη από ψεύτικες υποσχέσεις για καλύτερες συνθήκες εργασίας μετά το καλοκαίρι, η Άννα πασχίζει να παραμείνει υπάκουη και διακριτική. Παρ’ όλα αυτά, μία τυχαία συνάντηση με μία άλλη οικιακή βοηθό στη γειτονιά τής φανερώνει έναν κόσμο θερινών απολαύσεων. Η ταινία του Φάους είναι πρωταρχικά μια ψυχογραφία της ίδιας της πρωταγωνίστριας του που μέσω αυτής και των καταστάσεων που βιώνει επιχειρεί μια ανάλυση της σκληρής πραγματικότητας που βιώνουν οι υπηρέτριες και ασκεί κριτική πάνω στην νομιμοποίηση ουσιαστικά της σύγχρονης δουλείας. Η προσέγγιση του είναι συμβατική μεν και δεν πρωτοτυπεί αφηγηματικά και αρκετές φορές καταφεύγει σε σεναριακές υπερβολές καθώς διαφαίνεται μια ανάγκη να τονίσει την θεματική της ταινίας του και να τραβήξει την προσοχή του θεατή.

Εισάγει διαφόρους χαρακτήρες που όμως δεν αναπτύσσονται επαρκώς και πραγματοποιεί μια σεναριακή ανατροπή που έχει ενδιαφέρον αλλά έρχεται ουσιαστικά πολύ αργά μέσα στην ταινία, η οποία έχει αναλωθεί ήδη σε σκηνές που δεν προχωρούν την πλοκή. Καταφέρνει να συνδυάσει την σάτιρα, την κοινωνική κριτική και την ψυχανάλυση του κεντρικού χαρακτήρα με έναν ικανοποιητικό τρόπο και παρουσιάζει σκηνοθετικές αρετές, αλλά μένει στάσιμος αφηγηματικά καταφεύγοντας σε μια επανάληψη και αδυνατεί να αναπτύξει την ιδέα του επαρκώς.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (18-07-2024)

Previous
Previous

Η Φύση του Έρωτα

Next
Next

Longlegs