Το Διπλανό Δωμάτιο
★★★☆☆
(The Room Next Door, Ισπανία, 2024, 106’)
Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ
Ηθοποιοί: Τζούλιαν Μουρ, Τίλντα Σουίντον, Τζον Τορτούρο, Αλεσάντρο Νιβόλα
Ο σπουδαίος Πέδρο Αλμοδοβάρ επιστρέφει με την 23η ταινία μεγάλου μήκους του, κερδίζοντας στο Φεστιβάλ Βενετίας το Χρυσό Λιοντάρι. Η νέα του ταινία, η πρώτη που γυρίζει στην αγγλική γλώσσα, βασίζεται στο μυθιστόρημα της Σίγκριντ Νούνιες, «What Are You Going Through» και αφηγείται την ιστορία των Μάρθα και Ίνγκριντ, εξαιρετικές οι Τίλντα Σουίντον και Τζούλιαν Μουρ στους αντίστοιχους ρόλους, που υπήρξαν κάποτε στενές φίλες και συνεργάτιδες στο ίδιο περιοδικό. Μετά από χρόνια χωρίς επαφή, συναντιούνται ξανά σε μια ακραία αλλά παράξενα γλυκιά κατάσταση.
Τα τελευταία χρόνια ο Αλμοδοβάρ έχει αποφασίσει να αφηγηθεί τις ιστορίες του χαμηλόφωνα, χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την ιδιαίτερη αισθητική του, και να έρθει μέσα από αυτές αντιμέτωπος με την εύθραυστη φύση του ανθρώπου. Στο «Διπλανό Δωμάτιο» η ενασχόληση με το θέμα του επικειμένου θανάτου και το ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας (που όμως δεν επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην ανάλυσή του παρα το τοποθετεί στην ιστορία ως ένα αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου να επιλέξει να «φύγει» με αξιοπρέπεια) μπαίνει σε πρώτο πλάνο και στοχάζεται πάνω στον θάνατο μέσα από την φιλία των δυο γυναικών που επανασυνδέονται. Η αρρώστια της Μάρθας και το αναπόφευκτο τέλος που την περιμένει γίνεται η αφορμή για την άνθιση ξανά μιας ξεχασμένης φιλίας και τον επαναπροσδιορισμό της μέσα στον ελάχιστο χρόνο που απομένει.
Ο Αλμοδοβάρ «βυθίζει» το βλέμμα του μέσα στις πολύπλοκη ψυχοσύνθεση των δυο πρωταγωνιστριών και δημιουργεί μια σύνδεση μεταξύ τους που όμως λόγω των αργών κινηματογραφικών ρυθμών αργεί να ανθίσει. Η ταινία ουσιαστικά αρχίζει να αποκτά μορφή και ενδιαφέρον όταν η ιστορία επικεντρώνεται στις δυο γυναίκες και τις απομονώνει, τότε τα κεντρικά θέματα αρχίζουν να αναδεικνύονται αδυνατώντας όμως να ξεπεράσει το εμπόδιο μιας επιτηδευμένης και κλισέ κατά στιγμές πρόζας, ίσως στην αγγλική γλώσσα να μην λειτουργούν όλοι οι διάλογοι τόσο καλά όσο φανταζόταν ο σκηνοθέτης, ενώ υπάρχουν κάποιες σεναριακές ευκολίες που μοιάζουν αχρείαστες.
Ο Αλμοδοβάρ χρησιμοποιώντας τα γνωστά αφηγηματικά του εργαλεία, προσδίδει μια μελοδραματική διάσταση, λιγότερο έντονη από άλλες του ταινίες, ενώ «ντύνει» όλη την ταινία με τα ζωηρά του χρώματα και κουστούμια που δημιουργούν μια αντίθεση με το βαρύ θέμα που διαπραγματεύεται. Τα κάδρα του, το σκηνικό του πολλές φορές δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι απέναντι από ένα πίνακα ζωγραφικής του Έντουαρντ Χόπερ ενώ η εξαιρετική φωτογραφία του Έντουαρντ Γκράου καταφέρνει να προσδώσει ένα μελαγχολικό τόνο «χτίζοντας» την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Αν και έχει όμως όλα τα γνώριμα χαρακτηριστικά του έργου του κάποιες στιγμές το «Διπλανό Δωμάτιο» μοιάζει ως κάτι ξένο, διαφορετικό, που δεν λειτουργεί πλήρως. Η υποτονική, συγκρατημένη αφήγηση, η αναποφασιστικότητα να επικεντρώσει το βλέμμα του στις δυο γυναίκες δίνοντας έτσι το απαραίτητο βάρος και την σύνδεσή μας με αυτές αφαιρεί την όποια δυναμική θα μπορούσε να έχει το έργο.
Αυτό που μας μένει όμως στο τέλος είναι η προσέγγισή του επάνω στο θέμα του θανάτου. Ο Αλμοδοβάρ μας θυμίζει ότι ο θάνατος είναι ένα μονοπάτι που όλοι μας θα το διαβούμε κάποια στιγμή, ένα μονοπάτι μοναχικό, όμως όταν υπάρχουν άνθρωποι δίπλα μας, έρχονται να μας απαλύνουν αυτή τη μοναξιά και να συμφιλιωθούμε όσο γίνεται με την έννοια του θανάτου.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (14-11-2024)