Emilia Pérez

★★½☆☆☆ (Γαλλία, 2024, 130’)

  • Σκηνοθεσία: Ζακ Οντιάρ

  • Ηθοποιοί: Ζόι Σαλντάνια, Κάρλα Σοφία Γκασκόν, Σελίνα Γκόμεζ, Εντγκαρ Ραμίρες, Αντριάνα Παθ

O Ζακ Οντιάρ («Σώμα με Σώμα», 2012,120’) σκηνοθετεί την δέκατη μεγάλου μήκους του, κερδίζοντας το Βραβείο της Επιτροπής αλλά και το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας για τις Ζόι Σαλντάνια, Κάρλα Σοφία Γκασκόν, Σελίνα Γκόμεζ, Αντριάνα Παθ στο Φεστιβάλ Καννών, όπου αφηγείται την ιστορία της δικηγόρου Ρίτα που ζει στο Μεξικό. Ταλαντούχα, σπαταλάει τις δυνατότητες της υπηρετώντας μια μεγάλη δικηγορική φίρμα, αφού είναι η καλύτερη στο να «ξεπλένει» μεγαλοεγκληματίες. Μια απροσδόκητη ευκαιρία εμφανίζεται, από αυτές τις προσφορές που δεν μπορείς να αρνηθείς, όταν την προσεγγίζει ο «Μανίτας» το μεγάλο αφεντικό ενός Καρτέλ και ζητά τη βοήθεια της για να βρει γιατρό για την εγχείρηση επαναπροσδιορισμού φύλου, ώστε επιτέλους να ζήσει ως γυναίκα και να εξαφανίσει κάθε ίχνος της παλιάς ζωής.

Με μια πρόσμιξη μιούζικαλ, δράματος, νέο-νουάρ θρίλερ και σαπουνόπερας ο Οντιάρ σκηνοθετεί μια ταινία που ισορροπεί με δεξιοτεχνία ανάμεσα στα παραπάνω είδη και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έργο γεμάτο φαντασμαγορικές σκηνές, συνεχής ανατροπές κρατώντας τον θεατή, τουλάχιστον μέχρι τα μισά της ταινίας, σε μια συνεχή αγωνία για την εξέλιξή της ιστορίας του. Με άψογες εκτελεσμένες χορογραφίες, με την Ζόι Σαλντάνια να γεμίζει κάθε πλάνο με την αστείρευτή της ενέργεια, ο σκηνοθέτης κινείται μεταξύ της υπερβολής και της ανάγκης του να ενσωματώσει στην ιστορία του στοιχεία που αφορούν την εξιλέωση και την λύτρωση αλλά και την σύγκρουση με το παρελθόν.

Το τελευταίο στοιχείο γίνεται έντονα αισθητό με την ιστορία του «Μανίτας» που προβαίνει σε επαναπροσδιορισμό φύλου και ως Εμιλία, εξαιρετική η Ισπανίδα τρανς ηθοποιός Κάρλα Σοφία Γκασκόν που προσδίδει βάθος στο χαρακτήρα της, προσπαθεί να διορθώσει τα εγκλήματα του παρελθόντος αλλά και να συμφιλιωθεί με το παρόν της. Ο Οντιάρ καταφέρνει να διαχειριστεί το θέμα της δυσφορίας φύλου και του επαναπροσδιορισμού με λεπτότητα.

Όλα τα παραπάνω με έναν απροσδόκητο και παράδοξο τρόπο λειτουργούν. Οι μουσικές σκηνές, με στίχους που μερικές φορές μοιάζουν επιτηδευμένοι, αν και στην αρχή μπορεί να πιάσουν απροετοίμαστο τον θεατή τελικά συνηθίζονται και λειτουργούν στο γενικό σύνολο και ενσωματώνονται στην αφήγηση ενώ το μελόδραμα και η υπερβολή κινούνται στα όρια και δεν καταλήγουν να γίνουν γελοία. Η υπερβολή όμως αυτή όσο καλά και να την διαχειρίζεται ο Οντιάρ αρχίζει σιγά σιγά να επαναλαμβάνεται, όπως και πολλά μέρη των μουσικοχορευτικών τμημάτων της ταινίας.

Οι πειραματισμοί του αρχίζουν να «ξεφτίζουν» και η ταινία «λυγίζει» από το βάρος αυτών και μαζί με τους ξέφρενους ρυθμούς που αποκτά και την υπερβολή να μην καταλαγιάζει ποτέ, δεν μένει χώρος για ουσιαστική ανάπτυξη των χαρακτήρων. Όταν δε ο Οντιάρ προσπαθεί να εισάγει και μια πολιτική χροιά στην ταινία του για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στο Μεξικό, σε μια ταινία που ξεκάθαρα δεν έχει επαφή με αυτό το κομμάτι, τότε η ταινία μοιάζει να αιωρείται στο «κενό» και να είναι αποκομμένη από το γενικό κλίμα που έχει «χτίσει».

Η ταινία του Οντιάρ είναι ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα και κάποιες φορές άκρως προκλητικό χωρίς όμως ένα ουσιαστικό πυρήνα αφήγησης και όταν τελειώνει η ταινία μένεις στην θέση με ένα αίσθημα κενότητας μέσα σου γι’ αυτό που παρακολούθησες.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (07-11-2024)

Previous
Previous

Το Διπλανό Δωμάτιο

Next
Next

Παρθενόπη