Θρίαμβος

★★★½☆☆ (Triumf, Βουλγαρία, Ελλάδα, 2024, 97’)

  • Σκηνοθεσία: Κριστίνα Γκρόζεβα & Πέταρ Βαλτσάνοφ

  • Ηθοποιοί: Μαρία Μπακάλοβα, Μαργκίτα Γκόσεβα, Τζούλιαν Βέργκοφ

Η τριλογία των Κριστίνα Γκρόζεβα και Πέταρ Βαλτσάνοβ, που ξεκίνησε με τις ταινίες «Μάθημα» (2014, 111’) και «Δόξα» (2016, 101’), κλείνει με την τρίτη ταινία τους, «Θρίαμβο», που αντλεί έμπνευση από ένα πραγματικό γεγονός.

Στη Βουλγαρία του 1990, έναν χρόνο μετά την πτώση του κομμουνισμού, η χώρα αλλάζει συνεχώς κυβερνήσεις και προσπαθεί να βρει τη νέα της ταυτότητα. Τριάντα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα μια μυστική ομάδα υψηλόβαθμων στρατιωτικών, σε συνεργασία με ένα μέντιουμ, αναζητά μια εξωγήινη ηγετική δύναμη η οποία –σύμφωνα με τις θεωρίες τους– θα επαναφέρει τη χαμένη δόξα της Βουλγαρίας και θα οδηγήσει τη χώρα στον απόλυτο θρίαμβο.

Το παραπάνω φαντάζει μια ιστορία βγαλμένη από τις σελίδες ενός κόμικς ή ενός βιβλίου επιστημονικής φαντασίας, αλλά είναι ένα γεγονός αληθινό. Πάνω στον παραλογισμό και την παραδοξότητα του συγκεκριμένου γεγονότος, το σκηνοθετικό δίδυμο δημιουργεί ένα μείγμα πολιτικής σάτιρας, κοινωνικής κριτικής και αναζητά μέσα από μια ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά τις επιπτώσεις του κουμμουνιστικού καθεστώτος αλλά και το τι μέλλει γενέσθαι για τη χώρα τους. Ο παραλογισμός που αντιτίθεται στη λογική, η ψευδοεπιστήμη, η σύγκρουση του παλιού με το νέο και οι χαρακτήρες που περιφέρονται, σε ένα κινηματογραφικό σουρεαλιστικό σύμπαν, με αρκετές δόσεις ρεαλισμού συνθέτουν ένα φιλμ που, χάρη στις δυνατές ερμηνείες του, καταφέρνει να ψυχογραφήσει ολόκληρη τη χώρα και τη νέα γενιά που αναζητά την ταυτότητά της, ενώ παράλληλα αποκρυπτογραφεί τους μηχανισμούς του συστήματος που επιδιώκει την πλήρη εκμετάλλευση ανθρώπων και γεγονότων προκειμένου να επιβιώσει.

Σκοτεινό, με τις γήινες αποχρώσεις να συνθέτουν μια απόκοσμη και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, η ταινία διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στον χώρο της ανασκαφής. Σταδιακά, η αίσθηση της απομόνωσης, που «παντρεύεται» με τον παραλογισμό και τις ψευδαισθήσεις των χαρακτήρων, οι οποίοι σιγά σιγά βυθίζονται και οι ίδιοι σε μια σουρεαλιστική, σχεδόν εφιαλτική κατάσταση, δημιουργεί μια αίσθηση τρόμου και ανασφάλειας, εισάγοντας όμως μέσα σε αυτή τη συνθήκη και μια κωμική διάσταση που φέρνει στην επιφάνεια το τραγελαφικό της όλης υπόθεσης.

Υπάρχει μια επανάληψη και μια επιτήδευση σε συγκεκριμένες σκηνές, ενώ η ταινία παρά τη μικρή διάρκειά της (97’) δεν καταφέρνει να κρατήσει μια συνοχή ειδικά από το δεύτερο μέρος και έπειτα. Οσο η ταινία κυλάει, η αρχική ιδέα, που έχει από μόνη της σαν γεγονός μια ιδιαίτερη δυναμική, ξεφτίζει καθώς η σάτιρα σταδιακά γίνεται φάρσα και το πολιτικό σχόλιο «χάνεται». Στα επιπλέον «συν» της ταινίας το μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη («Χαμένα κορμιά», 2023, 141’, σκην. Γ. Λάνθιμος) που ενορχηστρώνει υπέροχα τις σκηνές και αναδεικνύει το παράλογο.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (27-03-2025)

Previous
Previous

Niki

Next
Next

Η ταξιδιώτισσα