Υπάρχω
★★★☆☆ (Ελλάδα, 2024, 132’)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Τσεμπερόπουλος
Ηθοποιοί: Χρήστος Μάστορας, Κλέλια Ρένεση, Ασημένια Βουλιώτη, Αγορίτσα Οικονόμου, Δημήτρης Καπουράνης, Άννα Συμεωνίδου, Γιώργο Γάλλο, Γιώργο Καραμίχο, Νίκο Ψαρρά, Γιώργο Γιαννόπουλο, Διαμαντή Καραναστάση, Ηλία Βαλάση, Περικλή Σιούντα
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος ύστερα από έντεκα χρόνια και την τελευταία του ταινία «Ο Εχθρός μου» (2013, 107’) επιστρέφει στη σκηνοθεσία για να αφηγηθεί την ζωή του μεγάλου τραγουδιστή Στέλιου Καζαντζίδη, σκιαγραφώντας την προσωπικότητα ενός από τους πιο σημαντικούς και ταλαντούχους λαϊκούς τραγουδιστές της Ελλάδας, αλλά και ενός ανθρώπου που πάλεψε με τον ίδιο του τον εαυτό και τους δαίμονές του.
Η ταινία σε σενάριο Κατερίνας Μπέη («Ευτυχία», 2019, 123’), είναι μια κλασική βιογραφία, που εξιστορεί σχεδόν γραμμικά την ζωή του Καζαντζίδη. Αποτραβηγμένος από τα φώτα της δημοσιότητας και ζώντας σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι, ο Καζαντζίδης εξιστορεί την ζωή του στον νεαρό δημοσιογράφο Γιώργο Λιάνη: από τα παιδικά του χρόνια όπου γίνεται μάρτυρας του άγριου ξυλοδαρμού του πατέρα του (και τελικά την δολοφονία του) από παρακρατικούς αντικομουνιστές (βίωμα που θα τον «στοιχειώσει» για όλη την διάρκεια της ζωής του και θα παίξει καθοριστικό ρόλο για το πως αντιλαμβάνεται το δίκαιο και άδικο) μέχρι τα χρόνια που ηχογραφεί (ίσως το πιο διάσημο τραγούδι του και στις σημερινές γενιές), «Υπάρχω».
Μέσα στα 132’ η ταινία παρουσιάζει διάφορες πτυχές της ζωής του: από τα πρώτα δειλά βήματα του στο τραγούδι, την άνοδο του και την αναγνώριση του, την σύγκρουσή του με τις δισκογραφικές και τα νυχτερινά κέντρα, μέχρι και την συνάντησή του με τον στιχουργό Άκη Πάνου (εξαιρετικός στον ρόλο του ο Ηλίας Βαλάσης). Η ταινία όμως κυρίως επικεντρώνεται στις δυο μεγάλες θυελλώδεις σχέσεις του με τις τραγουδίστριες Καίτη Γκρέυ και Μαρινέλλα, που ενσαρκώνουν υπέροχα οι Κλέλια Ρένεση και η Ασημένια Βουλιώτη αντίστοιχα. Μέσα από αυτές τις σχέσεις ο Τσεμπερόπουλος προσπαθεί να ψυχογραφήσει τον τραγουδιστή και να δημιουργήσει το πορτραίτο του.
Ο Τσεμπερόπουλος στήνει σκηνοθετικά μια στιβαρή ταινία και εκμεταλλεύεται στο έπακρο το σπάνιο ταλέντο που διαθέτει να καθοδηγεί τους ηθοποιούς του και να παίρνει το καλύτερο από αυτούς. Ο Χρήστος Μάστορας ενσαρκώνει τον Καζαντζίδη εξαιρετικά, προσδίδοντας βάθος στον χαρακτήρα του και δεν μένει στο να εκφωνήσει τα λόγια του ή να τραγουδήσει καλά τα τραγούδια (που το κάνει με μεγάλη επιτυχία) αλλά «συνομιλεί» με την κάμερα και χρησιμοποιεί το σώμα του και το πρόσωπό του για να εξωτερικεύσει όλα τα συναισθήματα που βιώνει ο χαρακτήρας του.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας η κάμερα μένει στατική και ο Τσεμπερόπουλος στήνει όμορφα κάδρα και με απόλυτη σιγουριά όταν χρειάζεται έρχεται κοντά στους πρωταγωνιστές του. Όμως εκεί που δείχνει την ικανότητά του σαν σκηνοθέτης είναι όταν του δίνεται η δυνατότητα να απελευθερώσει την κάμερα και να της δώσει μια διαφορετική «φωνή» (κάτι όμως που δεν συμβαίνει συχνά) και να στήσει τις σκηνές του με μεγαλύτερη ένταση, όπως στο νυχτερινό κέντρο ή να σκηνοθετήσει σχεδόν χορογραφικά την σκηνή όπου ο Καζαντζίδης μέσα στην βροχή τρέχει να προλάβει την Μαρινέλλα. Μια σκηνή που ενώ θα μπορούσε να φανεί τόσο κλισέ, στα χέρια του Τσεμπερόπουλου αποκτά νόημα και ουσία.
Στο «Υπάρχω» ο Καζαντζίδης ούτε αγιοποιείται, ούτε όμως και δαιμονοποιείται. Η ταινία στέκεται περισσότερο στην εξερεύνηση της ψυχοσύνθεσης ενός χαρισματικού ανθρώπου, που όμως τον κατακλύζουν οι εμμονές. Ο Καζαντζίδης παρουσιάζεται ως ο «αυθεντικός» άντρας της εποχής του, με πιο χαμηλούς τόνους ίσως από ότι στην πραγματικότητα, αλλά μέσα από αυτή την macho εικόνα που κουβαλάει φαίνονται σποραδικά οι ρωγμές ενός ανθρώπου που ζει μια ζωή, που αν και επέλεξε δεν την καταλαβαίνει. Σε αρκετές σκηνές διαφαίνεται η ανάγκη του να αδικηθεί, να βρει κάτι ή κάποιον για να κατηγορήσει. Αυτή η άσκοπη αναζήτηση αυτοτιμωρίας αποτυπώνεται καλύτερα μέσα από ερωτικές του σχέσεις. Ο υπερβολικός εγωισμός του καταστρέφει πρώτα τον ίδιο και έπειτα τους γύρω του.
Ενώ επιδιώκει την ηρεμία, την γαλήνη, μια διαφορετική ζωή, εξακολουθεί να συνδιαλέγεται με τις δισκογραφικές, με τα νυχτερινά κέντρα, να συνάπτει σχέσεις με γυναίκες που θέλουν να τραγουδάνε, να κάνουν καριέρα και προσπαθεί μάταια να τοποθετήσει σε καλούπια τους γύρω του χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο και άδικο. Η ταινία καταφέρνει να «συλλάβει» την ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου που ζούσε πάντα με ένα αίσθημα ότι αδικείται, στα όρια της εμμονής, ενός ανθρώπου που τελικά παρόλο που η ζωή του έδωσε αρκετά, εκείνος δεν ευχαριστιόταν με τίποτα και έβλεπε παντού εχθρούς. Η ταινία καταφέρνει πολύ καλά να αναδείξει αυτή την αντίθεση, ενός ανθρώπου που μέσα του συμβαίνει μιας συνεχής μάχη: η μάχη μεταξύ Καζαντζίδη και Στέλιου όπως τονίζεται και από τον ίδιο στην ταινία.
Το »χτίσιμο» της ατμόσφαιρας της εποχής γίνεται κυρίως μέσα από τις εκτελέσεις γνώριμων τραγουδιών και την αρκετά προσεγμένη σκηνογραφία. Όμως στο «χτίσιμο» αυτής της ατμόσφαιρας είναι που η ταινία κουβαλάει και τα ελαττώματα της εγχώριας παραγωγής. Μια ταινία εποχής που έχει ως κεντρική αφήγηση έναν λαϊκό τραγουδιστή που έζησε σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια, αποδυναμώνεται όταν εγκλωβίζεται κυρίως σε εσωτερικούς χώρους. Αν το σενάριο ακολουθούσε μια διαφορετική προσέγγιση και όχι αυτή της κλασσικής βιογραφικής αφήγησης, σίγουρα θα μπορούσε να δικαιολογήσει συγκεκριμένες επιλογές αλλά καθώς αφηγείται εντελώς κλασσικά την βιογραφία ενός ανθρώπου χάνει την δυναμική της όταν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα σκηνικά και οι εξωτερικοί χώροι για να δημιουργήσουν την αίσθηση της εποχής.
Σεναριακά η Μπέη ενώ καταφέρνει να αναδείξει την αμφισημία του Καζαντζίδη και η αφήγησή της είναι στρωτή, δεν αφήνει πάντα χρόνο για να «ανασάνει» η ταινία. Είναι τόσα πολλά που πρέπει να ειπωθούν, που κάποιες σκηνές περνάνε γρήγορα και ανώδυνα. Δεν δίνεται πάντα ο κατάλληλος χρόνος ώστε να διερευνηθεί περαιτέρω κάποια σκηνή. Πολλές φορές σημαντικές πτυχές της ζωής του Καζαντζίδη αγγίζονται φευγαλέα, όπως η σχέση του με την μητέρα του, που δεν διερευνάται τόσο πολύ και όταν το σενάριο το κάνει, το κάνει πολύ διακριτικά που ίσως τελικά δεν έχει νόημα. Η απουσία ενός σημαντικού κομματιού από τη ζωή του τραγουδιστή αποδυναμώνει την ταινία.
Ενώ παρουσιάζεται η άνοδός του και η αρχή της πτώσης του, απουσιάζει η τελική πτώση, η οποία, δραματουργικά, θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον. Αυτή η έλλειψη στερεί από την ταινία τη δυνατότητα να παρουσιάσει ολόκληρη την πορεία του, κάτι που αποτελεί τον πυρήνα μιας κλασικής βιογραφίας. Παρ' όλα αυτά, η ταινία καταφέρνει να αφηγηθεί τη μυθική διάσταση του Καζαντζίδη, ενώ παράλληλα, με έξυπνο τρόπο, την αποδομεί. Αν είχαν συμπεριληφθεί και τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ολοκληρωμένη μελέτη πάνω σε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, αλλά αμφιλεγόμενο άνθρωπο.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (19-12-2024)