Μαύρος Κότσυφας-Μαύρο Βατόμουρο

★★★☆☆

(Blackbird Blackbird Blackberry, Ελβετία, Γεωργία, 2023, 111’)

  • Σκηνοθεσία: Έλεν Ναβεριάνι

  • Ηθοποιοί: Εκα Τσαβλεϊσβίλι, Τεμίκο Τσιτσινάντζε, Ανκα Κχουρστίντζε

Το Έλενε Ναβεριάνι διασκευάζει για την μεγάλη οθόνη ένα μυθιστόρημα πρώτου προσώπου από τη Γεωργιανή συγγραφέα Τάμτα Μελασβίλι, και αφηγείται την ιστορία της Ετέρο (εξαιρετική στον ρόλο της η Εκα Τσαβλεϊσβίλι), μιας σαραντάχρονης γυναίκας που ζει μια μονότονη ζωή σε ένα μικρό χωριό στη Γεωργία και αρνείται να συμβαδίσει με την τοπική κοινωνία, που την θέλει να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Απροσδόκητα, βρίσκει τον εαυτό της να ερωτεύεται με πάθος έναν άντρα (Τεμίκο Τσιτσινάντζε) και αρχίζει να επαναξιολογεί την ζωή της προβαίνοντας σε μια σεξουαλική αλλά και υπαρξιακή αφύπνιση.

Χρησιμοποιώντας με πολύ ωραίο τρόπο το φυσικό τοπίο και την φθινοπωρινή μελαγχολία, αντανακλώντας μέσω αυτής την ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριας που έχει αρχίσει να ζει την «δύση» της ζωής της, το Έλενε καταφέρνει να κατασκευάσει ένα δράμα, χωρίς να «πέφτει» στην παγίδα του μελοδράματος, που πρωτίστως ενδιαφέρεται να αναλύσει την προσωπικότητα μιας γυναίκας που ζει από μικρή εγκλωβισμένη σε μια πατριαρχική κοινωνία, έχοντας φοβηθεί να εξερευνήσει την σεξουαλικότητας της λόγω των τραυμάτων που «κουβαλάει» από την παιδική της ηλικία, ο αυταρχικός πατέρας της και ο αδερφός της την κακομεταχειρίζονταν, αλλά και εξαιτίας της αντίληψης της τοπικής κοινωνίας που θεωρεί ότι ο κύριος σκοπός της γυναίκας είναι η σύναψη γάμου και η τεκνοποίηση. Στην ταινία η κάμερα λειτουργεί ως απλός παρατηρητής, με την διευθύντρια φωτογραφίας Άγκνες Πακόζντι, να στήνει άψογα καδραρισμένα πλάνα, «ντύνοντας» την ταινία με έντονα χρώματα. Η σύγκριση με το σινεμά του Άκι Καουρισμάκι και συγκεκριμένα με την τελευταία του ταινία τα «Πεσμένα Φύλλα» είναι αναπόφευκτη, καθώς πέρα από την χρωματική παλέτα, το Έλενε διαχειρίζεται την θεματική της σχεδόν παρόμοια, βάζοντας σε πρώτο πλάνο την ερωτική ιστορία δυο ανθρώπων και μέσω αυτής ασκεί κριτική για την θέση της γυναίκας στην κλειστή κοινωνία.

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια πολυεπίπεδη ταινία, που όμως αδυνατεί να δημιουργήσει μια σύνδεση των χαρακτήρων με τον θεατή κυρίως γιατί το Έλενε προσεγγίζει σκηνοθετικά τους ηθοποιούς με ένα αίσθημα αποστασιοποίησης, κάνοντας τους αρκετές φορές να δρουν μηχανικά και να φαίνονται απρόσωποι χάνοντας έτσι την επαφή με το κοινό.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (25-01-2024)

Previous
Previous

Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου

Next
Next

Τα Παιδιά του Χειμώνα