Γυρίσματα της Τύχης
★★½☆☆☆
(Coup de Chance, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, 2023, 93’)
Σκηνοθέσία: Γούντι Αλεν
Ηθοποιοί: Λου ντε Λαάζ, Βαλερί Λεμερσιέ, Μελβίλ Πουπό, Νιλς Σνάιντερ
Ο Γούντι Άλεν σκηνοθετεί την πεντηκοστή ταινία του στο Παρίσι εξ’ ολοκλήρου στην γαλλική γλώσσα. Ακολουθούμε την ζωή ενός φαινομενικά ευτυχισμένου ζευγαριού, της Φανί (Λου ντε Λαάζ) και του Ζαν (Μελβίλ Πουπό), που είναι επαγγελματικά καταξιωμένοι και ζουν σε ένα υπέροχο διαμέρισμα σε μια προνομιούχα περιοχή του Παρισιού. Η Φανί θα συναντήσει τυχαία, έναν παλιό συμμαθητή της από το γυμνάσιο τον Αλέν (Νιλς Σνάιντερ). Αρχίζουν να συναντιούνται για μεσημεριανό γεύμα σχεδόν καθημερινά και γρήγορα αναπτύσσεται ένας ερωτικός δεσμός. Η Φανί διχασμένη προσπαθεί να ισορροπήσει την ζωή της ανάμεσα στον σύζυγό της και τον εραστή της, με ολέθρια αποτελέσματα.
Η θεματική της ταινίας, όπως μαρτυρά ο τίτλος της, είναι το πως η τύχη κάποιες φορές καθορίζει τις ζωές μας και έχει τον κύριο λόγο ακόμα και αν εμείς προσπαθούμε να την αποφύγουμε ή ακόμα και αν δεν πιστεύουμε σε αυτή, όπως συμβαίνει με τον άντρα της Φανί, Ζαν, που πιστεύει ότι δεν υπάρχει τύχη, αλλά την δημιουργούμε από μόνοι μας. Δυστυχώς ο Γούντι Άλεν προσεγγίζει αυτή την θεματική περισσότερο επιφανειακά και αποσπασματικά και δεν εμβαθύνει αλλά μένει να καταγράφει κάποια γεγονότα σαν απλές εικόνες που περνάνε μπροστά από τον θεατή χωρίς να καταφέρνει να τον παρασύρει στην ατμόσφαιρα της ταινίας που δημιουργεί.
Το κύριο πρόβλημα με την καινούργια ταινία του είναι ότι φαίνεται σαν να μην έχει σκεφτεί και ο ίδιος τι είδους ταινία θέλει να κάνει. Πηδώντας από το ένα κινηματογραφικό είδος στο άλλο, η ταινία ξεκινάει ως μια ρομαντική κωμωδία και στα μισά γίνεται νέο-νουάρ με δόσεις μαύρου χιούμορ, κάτι που θα ήταν απολύτως θεμιτό μιας και έχει ξανασυμβεί και σε άλλες ταινίες, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση λείπει ο κατάλληλος ρυθμός και βηματισμός για να επιτευχθεί αυτό το άλμα. Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί, - με την βοήθεια του μυθικού φωτογράφου Βιττόριο Στοράρο («Αποκάλυψη Τώρα»), που κάνει εξαιρετική δουλειά στην φωτογραφία - τους πρωταγωνιστές του σε ένα ειδυλλιακό, σχεδόν καρτ-ποστάλ Παρίσι, με ζεστά, γήινα χρώματα. «Ντύνει» την ταινία του μουσικά με έναν ανάλαφρο τζαζ ήχο και προσπαθεί να δώσει την εντύπωση ότι όλα διαδραματίζονται σε μια ήσυχη, ήρεμη πόλη. Όλα τα παραπάνω προσδίδουν μια ονειρική διάσταση. Ο θεατής ζει την ιστορία ενός «παράνομου» ζευγαριού και τα γεγονότα που ακολουθούν περισσότερο σαν μια ειδυλλιακή ιστορία τυχαίων γεγονότων παρά ως ένα δράμα.
Το παραπάνω δεν θα ήταν φυσικά αρνητικό - καθώς φαίνεται ότι γίνεται εσκεμμένα από τον Γούντι Άλεν, που προσπαθεί να μην προϊδεάσει τον θεατή για ότι συμβεί και θέλει να δώσει την ψευδαίσθηση μιας ανάλαφρης κομεντί - αλλά είναι το κύριο πρόβλημα της ταινίας γιατί η σκηνοθεσία μένει περισσότερο στην καταγραφή των γεγονότων με χρήση γενικών πλάνων, και έλλειψη κοντινών, με το μοντάζ να δίνει την εντύπωση ότι απλώς βλέπουμε την αποσπασματική καταγραφή κάποιων γεγονότων από την ζωή των πρωταγωνιστών, καθώς δεν υπάρχει το κατάλληλο βάθος σε κανέναν από τους τρεις ήρωες ώστε να συνδεθούμε μαζί τους και να κατανοήσουμε τα θέλω τους, τα πιστεύω τους και τις ανάγκες τους, κάτι που στις παλιότερες ταινίες του Γούντι Άλεν συνέβαινε συχνά όπου ψυχογραφούσε τους ήρωές του με ένα εξαίρετο τρόπο ενώ εδώ αυτό το προτέρημα απουσιάζει εξ’ ολοκλήρου. Χάνεται μέσα στην ίδια την ψευδαίσθηση που προσπαθεί να «χτίσει» και αναλώνεται απλώς στο να πει γραμμικά την ιστορία του, με την «παράνομη» σχέση της Φανί και του Αλέν να υφίσταται απλώς για να εξυπηρετήσει την συνέχεια της ιστορίας.
Θέλοντας να «χωρέσει» σε μια ώρα και τριάντα τρία λεπτά την ιστορία μια τυχαίας συνάντησης, ενός «παράνομου» έρωτα και τα παιχνίδια της τύχης, χάνει την ευκαιρία να σκιαγραφήσει καλύτερα τους χαρακτήρες του - ειδικά τον σύζυγο της Φανί, τον Ζακ, όπου παραμένει απλώς ένας χαρακτήρας γραμμένος στο χαρτί - και «σκοντάφτει» στην ίδια την «παγίδα» με την οποία προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τον θεατή, μένοντας εν τέλη να ασχολείται περισσότερο με το θέμα της τύχης και τον ρόλο της παρά με τους ίδιους τους ανθρώπους που πλαισιώνονται από αυτή.
Παρόλο όμως τα ελαττώματα που έχει η ταινία, διαθέτει κάποιες αρετές, όπως η εξαιρετική φωτογραφία που καταφέρνει να σε κάνει να νιώσεις ότι ζεις στο Παρίσι καταγράφοντας με καλαίσθητο τρόπο τους εξωτερικούς χώρους του, τα ωραία σκηνικά, η ικανότητα του Γούντι Άλεν να γράφει γρήγορους, έξυπνους διαλόγους και η παρουσία των τριών πρωταγωνιστών που παίζουν εξαιρετικά τους ρόλους τους, ειδικά η Λου ντε Λαάζ (Φανί) που προσφέρει μια φρεσκάδα στην ταινία. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια ταινία ευχάριστη, αλλά σίγουρα θα απογοητεύσει τους θεατές που θα περιμένουν να δουν έναν Γούντι Άλεν από τα παλιά.
* Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (28-09-2023)