Dune: Μέρος Δεύτερο

★★★★☆ (Dune: Part Two, Η.Π.Α., 2024, 166’)

  • Σκηνοθεσία: Ντενί Βιλνέβ

  • Ηθοποιοί: Ζεντάγια, Τιμοτέ Σαλαμέ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Χαβιέρ Μπαρδέμ

Ο τρεις φορές υποψήφιος για Όσκαρ Ντενί Βιλνέβ («Blade Runner 2049») επιστρέφει σκηνοθετώντας το δεύτερο μέρος του Dune, διασκευάζοντας το ομότιτλο αριστουργηματικό έργο του Φρανκ Χέρμπερτ, παραδίδοντας μας μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που θα καταλάβει σίγουρα μια θέση στο παγκόσμιο σινεμά ως ένα οπτικοακουστικό επίτευγμα. 

Το δεύτερο μέρος συνεχίζει ακριβώς από εκεί που είχε τελειώσει η προηγούμενη ταινία με τον Πολ Ατρείδη (Τιμοτέ Σαλαμέ), να αναζητά εκδίκηση από όσους συνωμότησαν εναντίον της οικογένειάς του έχοντας στο πλευρό του την Τσάνι (Ζεντάγια) και την φυλή των Φρένεμ ενώ παράλληλα είναι διχασμένος ανάμεσα στον έρωτα της ζωής του και το πεπρωμένο του.

Ο Βιλνέβ καταφέρνει κάτι που λίγοι σκηνοθέτες τα τελευταία χρόνια έχουν καταφέρει: να δημιουργήσει ένα σύμπαν, να το διευρύνει και να κατασκευάσει έναν κόσμο που στα μάτια μας μοιάζει τόσο αληθινός που μπορούμε να τον αισθανθούμε και να τον ακουμπήσουμε. Τα μεγαλειώδη σκηνικά, τα τελευταίας τεχνολογίας cgi και ο ήχος που από μόνος του αποτελεί μια εμπειρία ακρόασης συνθέτουν ένα έργο που θα αποτελέσει ορόσημο για τις επόμενες γενιές κινηματογραφιστών. Με την βοήθεια του εξαιρετικού φωτογράφου Γκρεγκ Φρέιζερ, είχε κερδίσει το Όσκαρ Καλύτερης Διεύθυνσης Φωτογραφίας για το πρώτο μέρος του Dune, ο οποίος χρησιμοποιεί το φως και διαφορετικές χρωματικές παλέτες για να «ζωντανέψει» την τεράστια έρημο που καλύπτει τον πλανήτη Αρράκις καθώς και την συμβολή του θρυλικού πια συνθέτη Χανς Ζίμμερ (είχε κερδίσει και αυτός το Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για το προηγούμενο Dune), που συνθέτει μια μουσική τόσο επιβλητική και ταιριαστή με όσα συμβαίνουν στην οθόνη, ο Βιλνέβ με μια εμμονή στην λεπτομέρεια προσπαθεί να συνθέσει ένα πολύπλοκο έργο ώστε πέρα από τον εντυπωσιασμό να υπάρξει και ουσία.

Η ουσία όμως που επιδιώκει επισκιάζεται από την εντυπωσιακή εικόνα και την ξεπερασμένη αφήγηση, που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει μια δεκαετία πριν, η οποία κάποιες στιγμές έρχεται και σε σύγκρουση με την κινηματογραφική προσέγγιση του σκηνοθέτη. Παρόλο την μεγάλη διάρκειά της ο Βιλνέβ αποτυγχάνει να δημιουργήσει την σύνδεση του θεατή με τους πρωταγωνιστές του (ένα μειονέκτημα και της πρώτης ταινίας), που μερικές φορές μοιάζουν τόσο άψυχοι, τόσο απόμακροι. Αδυνατεί να προσδώσει βάθος και να αναλύσει περαιτέρω βασικά θέματα που γεννιούνται όπως ο ιμπεριαλισμός, ο φασισμός, η οικολογική καταστροφή και η εξόντωση των γηγενών πληθυσμών, μένοντας σε μια επιφανειακή προσέγγιση των θεμάτων, βάζοντας στο επίκεντρο το ταξίδι του ήρωα (monomyth), δίνοντας βάρος στην δράση και την ρομαντική σχέση των δυο πρωταγωνιστών.

Παρόλο όμως τα ελαττώματά της πρόκειται σίγουρα για μια εντυπωσιακή κινηματογραφική εμπειρία που αξίζει σίγουρα ο θεατής να την ζήσει.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (29-02-2024)

Previous
Previous

Μάμα Γκλόρια

Next
Next

Ο Πάγος που καίει