Ιστορίες Καλοσύνης
★★★☆☆ (Kind of Kindness, Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Η.Π.Α., 2024, 165’)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Ηθοποιοί: Έμα Στόουν, Τζέσι Πλίμονς, Γουίλεμ Νταφόε, Μάργκαρετ Κουάλεϊ
Ο Γιώργος Λάνθιμος, ο πολυβραβευμένος Έλληνας σκηνοθέτης, έπειτα από την μεγάλη επιτυχία της προηγούμενης ταινίας του «Χαμένα Κορμιά» (Poor Things, 2023, 141’), η οποία κέρδισε τέσσερα Όκσαρ, επιστρέφει ξανά στις κινηματογραφικές αίθουσες με μια ταινία πολύ διαφορετική και πιο κοντά στην αρχική του φιλμογραφία. Το νέο του έργο δεν αποτελείται από μια ενιαία ιστορία αλλά είναι μια σπονδυλωτή ταινία που αφηγείται τρεις διαφορετικές ιστορίες οι οποίες συνδέονται μόνο όσο αναφορά τις θεματικές που προσπαθεί να εξερευνήσει.
Με πρωταγωνιστές τη βραβευμένη με Όσκαρ Έμα Στόουν και τους υποψήφιους για Όσκαρ Γουίλεμ Νταφόε και Τζέσι Πλίμονς ( ο οποίος κέρδισε το Βραβείο Α’ Αντρικού Ρόλου στο 77ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών), η ταινία είναι ένα τρίπτυχο παραμύθι, που ακολουθεί έναν άνδρα χωρίς επιλογές, φερέφωνο του αφεντικού του, ο οποίος προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του, έναν αστυνομικό που ανησυχεί επειδή η γυναίκα του, η οποία είχε εξαφανιστεί στη θάλασσα, επέστρεψε και του φαίνεται να είναι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος και μια γυναίκα αποφασισμένη να βρει έναν συγκεκριμένο άνθρωπο με μια ιδιαίτερη ικανότητα, ο οποίος προορίζεται να γίνει πνευματικός ηγέτης.
Το σενάριο το υπογράφει σε συνεργασία με τον Ευθύμη Φιλλίπου, η τελευταία συνεργασία τους ήταν πριν έξι χρόνια στο «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού» (The Killing of a Sacred Deer, 2017, 121’), και παραδίδει μια ταινία που δεν φιλοδοξεί να αποτελείται από υπέροχα κοστούμια, μεγάλα σκηνικά, αλλά ρίχνει τους τόνους, θέλοντας να αφηγηθεί με μια απλότητα τις τρεις ιστορίες. Το μακάβριο, ο παραλογισμός, η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία είναι τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν το ψηφιδωτό της ταινίας, γνώριμα στοιχεία στο έργο του Λάνθιμου. Με το καινούργιο του έργο προσπαθεί να επιστρέψει στις ρίζες του, το σενάριο τον βοηθάει αρκετά, να επιστρέψει στο προσωπικό του βλέμμα που γνωρίσαμε στις αρχικές του ταινίες και να καταπιαστεί ξανά με θέματα γύρω από την οικογένεια, την κοινωνία. Όλα τα σκηνοθετικά γνωρίσματα του τα συναντάμε και σε αυτή την ταινία: ευρυγώνιες και αλλόκοτες λήψεις, περίεργα καδραρίσματα, αλλά εδώ ο ρυθμός της ταινίας σε αντίθεση με το «Χαμένα κορμιά» παραμένει πιο ήρεμος, πιο αργός. Το σύμπαν που «χτίζει» σε αυτή την ταινία ο Λάνθιμος δεν είναι γεμάτο σουρεαλιστικά σκηνικά, ταξίδια και παλ χρώματα, είναι το αντίθετο: είναι ένα σύμπαν δυστοπικό, σκληρό, με ανθρώπους παράφρωνες, μια αντανάκλαση της πραγματικότητάς μας διογκωμένης φυσικά μέσα σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν ώστε να καταφέρει να περάσει το μήνυμά του: η πραγματικότητα είναι ωμή και σκληρή.
Δεν αποζητά την ωραιοποίηση, είναι ωμός, σκληρός, αφηγείται τις ιστορίες του χωρίς φίλτρο, προσπαθώντας να φέρει στην επιφάνεια τα πιο φρικτά συναισθήματα, διοχετεύοντας τα μέσα από το γνώριμο μαύρο χιούμορ του. Όλα τα γεγονότα που συμβαίνουν έχουν κάτι αστείο μέσα τους αλλά αυτό το αστείο, το εξωφρενικό, είναι πολλές φορές σκληρό, αδυσώπητο και τρομακτικό. Η ατμόσφαιρα της ταινίας ενισχύεται από την εξαιρετική φωτογραφία του Ρόμπι Ράιαν, με τον οποίο έχει συνεργαστεί στην «Η Ευνοούμενη» (The Favourite, 2018, 120’) και τα «Χαμένα Κορμιά», που αναμιγνύει τους γκριζοπράσινους τόνους με το κίτρινο καταφέρνοντας να αναδείξει όλη την συναισθηματική φόρτιση που υπάρχει σε κάθε ιστορία, ο Λάνθιμος και χρωματικά επιστρέφει στις προηγούμενες δουλειές του. Η ειρωνεία του Λάνθιμου είναι διάχυτη σε όλη την ταινία και σε προετοιμάζει από την αρχή όπου το εμβληματικό «Sweet Dreams» των Eurythmics υπόσχεται κάτι άλλο από αυτό που θα δεις. Τα όνειρα των χαρακτήρων δεν είναι γλυκά αλλά σκοτεινά και οι προθέσεις τους ακόμα πιο πολύ.
H επιλογή του όμως να επιστρέψει στο πιο γνώριμο κινηματογραφικό του σύμπαν δεν λειτουργεί πάντα τόσο καλά. Συνολικά το νέο του έργο είναι άνισο, οι τρεις ιστορίες έχουν ποιοτική διαφορά ειδικά όσο αναφορά την αφήγησή τους και η κάθε μια μοιάζει σαν να έχει γυριστεί σε τελείως διαφορετικές στιγμές για τον σκηνοθέτη. Δεν είναι τυχαίο που ίδιοι ηθοποιοί υποκρίνονται όλους τους ρόλους στις τρεις ιστορίες. Η αφηγηματική σύνδεση προέρχεται και από αυτό το στοιχείο όπου καταδεικνύει την ανθρώπινη φύση που δεν αλλάζει τόσο εύκολα και όλοι οι άνθρωποι κουβαλάμε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό παρόμοια στοιχεία. Η κάθε ιστορία αποτυπώνει διάφορους προβληματισμούς, - η δύναμη της εξουσίας, η εξάρτηση από την αγάπη και η συνεχόμενη προσπάθεια μας για αποδοχή -, αλλά συγκεντρωτικά όλες ανακυκλώνουν τις ίδιες θεματικές και ιδέες κάτι που κουράζει καθώς ενώ νιώθεις ότι ξεκινάει μια νέα ενότητα αντιλαμβάνεσαι ότι τα ίδια πράγματα λέγονται ξανά και ξανά. Η ταινία μοιάζει περισσότερο σαν ένα έργο που έγινε από τον Λάνθιμο ως αντίδραση για τα «Χαμένα Κορμιά», ως μια προσπάθεια να αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν χάθηκε μέσα στην χολιγουντιανή ατμόσφαιρα και ότι μπορεί ακόμα να έχει την δική του φωνή.
Η φωνή του προφανώς ακόμα είναι ξεχωριστή και ακούγεται, απλώς στο συγκεκριμένο έργο ακούγεται πιο αδύναμα διότι δεν χρειάζεται να αφηγηθεί κάτι απλό, κάτι που θυμίζει τα προηγούμενα έργα του καθώς ένας από τους λόγους που πέτυχε η «Ευνοούμενη» και τα «Χαμένα Κορμιά» ήταν γιατί εξέλιξε την σκηνοθετική του ματιά χωρίς όμως να την αλλοιώσει, την βελτίωσε όσο χρειαζόταν για να πετύχει. Ο πεσιμισμός που ο Λάνθιμος αναζητά στο νέο του έργο έρχεται σε αντίθεση με την ιστορία της Μπέλα, την πρωταγωνίστρια από τα «Χαμένα Κορμιά», εδώ δεν επιδιώκει να απελευθερωθούν οι πρωταγωνιστές του, να βρουν νόημα σε ένα κόσμο που παραπαίει, εδώ θέλει να δήξει όλη την ασχήμια του κόσμου.
Την εξάρτησή μας από άλλους ανθρώπους, μέχρι που θα φτάσουμε για την διαστρεβλωμένη άποψη που έχει ο καθένας μας για την αγάπη, πόση ικανοποίηση παίρνουν οι άνθρωποι όταν υπονομεύουν τους άλλους. Δυστυχώς όμως είναι εξαντλητικό να βλέπεις σχεδόν τρεις ώρες αυτό τον πεσιμισμό όσο και αν έχουν κινηματογραφηθεί όμορφα οι ιστορίες όσο και αν οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και το μαύρο χιούμορ να λειαίνει κάπως τις γωνίες, η πεσιμιστική διάθεση του σκηνοθέτη κουράζει και επαναλαμβάνεται αρκετά συχνά χάνοντας έτσι γρήγορα το ενδιαφέρον σου. Ο Λάνθιμος πάντα «έπαιζε» με τα όρια του θεατή και του ίδιου του σινεμά, δίνοντας ταυτόχρονα και μια νέα πνοή, αλλά στην τελευταία του ταινία λείπει αυτή η πνοή που θα μπορούσε να την κάνει ξεχωριστή.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (30-05-2024)