Η Χίμαιρα

★★★★☆ (La Chimera, Ιταλία, Γαλλία, Ελβετία, 2023, 133’)

  • Σκηνοθεσία: Αλίτσε Ρορβάχερ

  • Ηθοποιοί: Τζος Ο' Κόνορ, Κάρολ Ντουάρτε, Βιντσέντζο Νεμολάτο

Η νέα ταινία της Αλίτσε Ρορβάχερ, η οποία είχε το 2023 λάβει υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία Μικρού Μήκους για την ταινία Οι Μαθητές («Le Pupille»), είναι ένα παράξενο κράμα Φελινικού σινεμά και Γουες Άντερσον, που καταφέρνει παρόλο την ιδιαίτερη φόρμα του να σε κερδίσει.

Η ιστορία που μοιάζει να διαδραματίζεται την δεκαετία του ’80, αν και ο χρόνος είναι κάτι ρευστό μέσα στην αφήγηση, επικεντρώνεται στον Άρθουρ, έναν αρχαιολόγο που μόλις έχει βγει από την φυλακή και επανασυνδέεται με την παλιά του συμμορία τυμβωρύχων. Τους βοηθάει να βρίσκουν ετρουσκικούς τάφους και μαζί τους λεηλατούν, συγκεντρώνοντας αρχαίους θησαυρούς για πούλημα. Όμως τον Άρθουρ δεν τον ενδιαφέρουν τα χρήματα, θέλει μόνο να βρει πάλι την χαμένη του αγάπη, τη Μπενιαμίνα. Η »Χίμαιρα» είναι μια ταινία που μέσα της περικλείει τόσες πολλές θεματικές, διάφορα είδη του κινηματογράφου που ο τίτλος είναι απόλυτα ταιριαστός καθώς η ταινία έχει κατασκευαστεί από πολλά ετερόκλητα στοιχεία που μοιάζει στο τέλος με μια Χίμαιρα. Η Ρορβάχερ όμως είναι τόσο ικανή σκηνοθέτης που καταφέρνει όλα αυτά τα στοιχεία να τα ενοποιήσει και να δημιουργήσει ένα ξεχωριστό έργο.

Με μια πρώτη ματιά η ταινία είναι μια κωμωδία φαντασίας, ένα ρομαντικό παραμύθι, που πολλές φορές «παίζει» και με τον ίδιο τον θεατή με τους χαρακτήρες να «σπάνε» τον τέταρτο τοίχο και να μιλούν απευθείας στην κάμερα, έχοντας ως πρωταγωνιστή ένα ατημέλητο, λιγομίλητο αντι-ήρωα, με έναν εξαιρετικό Τζος Ο' Κόνορ («Peaky Blinders») να τον ενσαρκώνει. Όμως η πολυεπιπεδη αφήγηση ξεδιπλώνει σιγά σιγά μια ιστορία που έχει κατασκευαστεί για να κρύβει μέσα της συμβολισμούς αλλά και ένα πολιτικό σχόλιο πάνω στην εκμετάλλευση του αρχαίου πολιτισμού όχι μόνο από τους τυμβωρύχους αλλά και από νόμιμους φορείς, που καταφεύγουν πολλές φορές στην αγορά κειμηλίων από παράνομες ανασκαφές.

Η Ρορβάχερ με την βοήθεια της διευθύντριας φωτογραφίας Ελέν Λουβάρ, - που εμφανώς έχει επηρεαστεί από τον Γιαν Τσούρικ («Η Βαλερί και η Εβδομάδα Των Θαυμάτων»), χρησιμοποιεί πολλαπλά film format (35mm, 16mm), αλλάζοντας αρκετά συχνά το μέγεθος το κάδρου, την ποιότητα της εικόνας καθώς και τις φωτιστικές συνθήκες και σε συνδυασμό με απαλά χρώματα και γήινους τόνους δίνει στην ταινία της ένα ξεχωριστό χρώμα που ενισχύει την ονειρική, φαντασιακή ατμόσφαιρα που χτίζει με την αφήγησή της. Η ταινία συνδέει με έναν ξεχωριστό τρόπο τον πάνω με τον κάτω κόσμο. Το βασίλειο των νεκρών και το βασίλειο των ζωντανών, που περιφέρονται σε έναν σχεδόν εγκαταλελειμμένο μέρος, ανάμεσα σε ερείπια, προσκολλημένοι στις αναμνήσεις, τα υπολείμματά της, προσπαθώντας να «ξεθάψουν» μέσα από την άμμο του χρόνου εποχές που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (28-03-2024)

Previous
Previous

Το Αγόρι του Θεού

Next
Next

Αδέσποτα Κορμιά