Υπέροχες Μέρες
★★★★☆ (Perfect Days, Ιαπωνία, Γερμανία, 2023, 123’)
Σκηνοθεσία: Βίμ Βέντερς
Ηθοποιοί: Κότζι Γιακούσο
Ο Βίμ Βέντερς, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες που έχει αφήσει το προσωπικό του στίγμα στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά με ταινίες όπως: «Τα Φτερά του Έρωτα» (1987), «Παρίσι-Τέξας» (1984), επιστρέφει έπειτα από καιρό στο είδος της μυθοπλασίας με επιτυχία καθώς τα τελευταία χρόνια αν εξαιρέσουμε τα δυο εξαιρετικά ντοκιμαντέρ του: «Πίνα» (2011) και «Το Αλάτι της Γης» (2014), οι μυθοπλαστικές του ταινίες ακροβατούσαν ανάμεσα στην μετριότητα και το κακό σινεμά.
Στο «Perfect Days» καταφέρνει να «σπάσει» αυτή την κατάρα και παρόλο που δεν αγγίζει την υπέροχη φιλοσοφική ατμόσφαιρα και την ποιητική γλώσσα των προηγούμενων ταινιών του, παραδίδει ένα λιτό, χαμηλών τόνων δράμα που έχει ως επίκεντρο τον Χιραγιάμα, - εξαιρετικός στον λιγομίλητο ρόλο του ο Κότζι Γιακούσο (The Eel) που κέρδισε το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών -, έναν επιστάτη που καθαρίζει τις τουαλέτες σε ένα δημόσιο πάρκο στην Ιαπωνία.
Επηρεασμένος από τον κινηματογράφο του μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη Γιασουχίρο Όζου, ο Βέντερς τον θαύμαζε και είχε σκηνοθετήσει το ντοκιμαντέρ «Tokyo-Ga» ως φόρο τιμής, σκηνοθετεί με έναν αψεγάδιαστο ποιητικό ρεαλισμό την καθημερινότητα του πρωταγωνιστή του που ζει μια επαναλαμβανόμενη, αυστηρά δομημένη ζωή που αποπνέει ένα αίσθημα τελετουργίας. Σηκώνεται νωρίς, στρώνει το κρεβάτι του. Κόβει το μουστάκι του και ψεκάζει τα φυτά εσωτερικού χώρου. Έπειτα, οδηγώντας το φορτηγάκι του και ακούγοντας γνωστά αγγλόφωνα συγκροτήματα όπως τους The Animals από παλιές κασέτες πηγαίνει στην δουλειά του.
Ο σκηνοθέτης αφήνει την κάμερα να «μιλήσει». Ακολουθεί τον ήρωα του, απεικονίζοντας ρεαλιστικά την καθημερινότητά του, καταγράφει την ζωή του, την μετακίνησή του μέσα στην πόλη σαν ντοκιμαντέρ. Δεν υπερβάλει (όπως συνηθίζει μερικές φορές), στέκεται πιστός στην κινηματογράφησή του, προσπαθώντας να αποδώσει την αξία της ζωής ενός ήσυχου ανθρώπου που ζει στον αστικό ιστό της Ιαπωνίας. Δημιουργεί έναν χαρακτήρα που φαίνεται να αποζητά την μοναχικότητα και που το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στην όσο καλύτερη εκτέλεση της δουλειάς του αλλά και την προσπάθειά του να συνδεθεί με την φύση είτε μέσω της μικρής όασης που διατηρεί στην οικεία του είτε φωτογραφίζοντάς την στο πάρκο ανάμεσα στα διαλλείματά του.
Υπάρχει μια εξαιρετικά παράδοξη πρόσμιξη της μοναξιάς, της θλίψης με την ελευθερία που αποπνέει η ζωή του Χιραγιάμα, που αποκτά κάποιες ρωγμές μέσω της απεικόνισης των ονείρων του: ασπρόμαυρα, με σκόρπιες εικόνες που διαδέχονται η μια την άλλη, η συμφιλίωση του με την τωρινή ζωή του μοιάζει σε ψεύτικη μόνο όταν ονειρεύεται. Ο Βέντερς όμως επιμένει σε όλη την ταινία να προσδώσει την καθημερινότητα του ήρωά του, καταγράφοντας τα πάντα, με τέτοια ευλάβεια που αρχίζει να κουράζει,καθώς υπάρχει η απόλυτη απουσία μιας κεντρικής ιστορίας. Η ρεαλιστική σχεδόν ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση του σκηνοθέτη αναπόφευκτα οδηγεί στην δημιουργία ενός αφηγηματικού κενού. Αν και υπάρχει η ευκαιρία με την έλευση της ανιψιάς του πρωταγωνιστή να ανοιχτεί ένας νέος δρόμος στην ιστορία, είναι ήδη αργά καθώς ο κινηματογραφικός χρόνος έχει εξαντληθεί.
Παρόλα αυτά ως θεατής δεν νιώθεις ότι η πρόθεσή του σκηνοθέτη ήταν να δημιουργήσει κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπεις στην οθόνη, ο Βέντερς ευτυχώς γι’ αυτόν αποδέχεται αυτό που θέλει να κάνει, χωρίς να προσπαθεί να το αλλάξει για να ευχαριστήσει κοινό ή παραγωγούς όπως έκανε στο παρελθόν σε διάφορες μυθοπλαστικές ταινίες του παραδίδοντας μας μια ταινία που έχει την προσωπική του υπογραφή.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (22-02-2024)