Οι Χωρικοί

★★☆☆☆
(The Peasants, Πολωνία, Σερβία, Λιθουανία, 2023, 115’)

  • Σκηνοθεσία: Ντορότα Κομπιέλα & Χιού Βέλχμαν

  • Ηθοποιοί: Καμίλα Ουρζεντόφσκα, Ρόμπερτ Γκουλάτσικ, Μιροσλάβ Μπάκα

Η καινούργια ταινία της Ντορότα Κομπιέλα και του Χιού Βέλχμαν, που το 2017 σκηνοθέτησαν το «Loving Vincent», μια ταινία που εξέπληξε κοινό και κριτικούς με την τεχνοτροπία της, μετατρέποντας ελαιογραφίες σε κινούμενη εικόνα, επιστρέφουν στην μεγάλη οθόνη μεταφέροντας το ομότιτλο βιβλίο του βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας, Βουαντίσουαφ Στανίσουαφ Ρέιμοντ, χρησιμοποιώντας πάλι την ίδια τεχνική. Με φόντο την Πολωνία των αρχών του 20ου αιώνα, η ιστορία επικεντρώνεται σε μια νεαρή επαρχιώτισσα, που αναγκάζεται να παντρευτεί έναν πολύ μεγαλύτερό της πλούσιο κτηνοτρόφο, παρά τον έρωτά της για τον γιο του. Σύντομα, θα γίνει αντικείμενο ζήλιας και έχθρας από τους υπόλοιπους χωρικούς και θα χρειαστεί να παλέψει για να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της.

Το σκηνοθετικό ζευγάρι μεταφέρει με σεβασμό ένα από τα καλύτερα Πολωνικά μυθιστορήματα, προσπαθώντας να μείνουν πιστοί κυρίως στον κεντρικό πυρήνα του βιβλίου, που είναι η ρεαλιστική απεικόνιση ενός Πολωνικού χωριού στις αρχές του 20ο αιώνα και την εξερεύνηση της καθημερινότητας των χωρικών που είναι γεμάτη δυσκολίες, φτώχεια και ταξικές συγκρούσεις, δίνοντας έμφαση ταυτόχρονα και στα θέματα όπως η Πολωνική ταυτότητα και τα έθιμα. Η Κομπιέλα και ο Βέλχμαν προσπαθούν να αναδείξουν τις θεματικές τους συνδυάζοντας την αφήγηση με την πανέμορφη αισθητικά τεχνική τους και ενώ καταφέρνουν να μεταφέρουν αφηγηματικά με ρεαλισμό την ζωή των πρωταγωνιστών και της καθημερινότητας, η επιλογή τους να επαναχρησιμοποιήσουν την ίδια τεχνική με το «Loving Vincent», προκαλεί «ζημιά» στην ταινία καθώς φαίνεται τελείως ξένη με τις θεματικές της. Παρόλο που είναι εντυπωσιακό να παρελαύνουν πολύχρωμες εικόνες σαν ελαιογραφίες, τελικά σε αποσυντονίζουν, δημιουργώντας κάποιες στιγμές μια ονειρική ατμόσφαιρα που δεν συνάδει με την ταινία.

Στο όλο αποτέλεσμα δεν βοηθάει και η αλλαγή της αφηγηματικής προσέγγισης, ειδικά μετά την πρώτη ώρα που γίνεται μια αλλαγή στο ύφος και ο ρεαλισμός χάνεται με ένα είδος σαπουνόπερας να έχει τον πρώτο λόγο, μέσα σε αυτή την αλλαγή χάνονται βασικές θεματικές όπως: η θέση της γυναίκας, ο μισογυνισμός, η κακοποίηση και η ταινία μετατρέπεται σε ένα κοινότυπο δράμα, με το σκηνοθετικό δίδυμο τελικά να παρουσιάζει μια ταινία με εύπεπτη αφηγηματική ροή, τονίζοντας το δράμα προσπαθώντας να εκμαιεύσει συγκίνηση. 

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (04-01-2024)

Previous
Previous

Το Δέντρο με τις χρυσές πεταλούδες

Next
Next

Λίμνη Φάλκον