Το Καλοκαίρι της Κάρμεν

★★★☆☆
(Ελλάδα, 2023, 106’)

  • Σκηνοθεσία: Ζαχαρίας Μαυροειδής

  • Ηθοποιοί: Γιώργος Τσιαντούλας, Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Νικόλας Μίχας, Βασίλης Τσιγκριστάρης

Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής επιστρέφει τέσσερα χρόνια μετά τον «Απόστρατο» (2019, 100’), έχοντας κερδίσει το Βραβείο Κοινού, το Βραβείο Επιτροπής Νεότητας και το  Mermaid Award στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με μια ανάλαφρη διασκεδαστική κωμωδία που καταφέρνει όμως να αποδομήσει τα στερεοτυπικά κλισέ του είδους και να ψυχογραφήσει τους δυο πρωταγωνιστές, αναδεικνύοντας μέσα από την καθημερινότητά τους προβληματισμούς και τις σκέψεις τους.

Κατά τη διάρκεια ενός ολοήμερου μπάνιου στα Λιμανάκια της Βάρκιζας, ο Δημοσθένης βοηθάει τον κολλητό του Νικήτα να. Πηγή έμπνευσης θα γίνει ο παρατεταμένος χωρισμός του Δημοσθένη, στο επίκεντρο του οποίου βρέθηκε η μικροσκοπική, ημίαιμη Κάρμεν. Παλεύοντας να μετατρέψουν την αληθινή ζωή σε ταινία, οι δύο φίλοι θα διαφωνήσουν για την ερμηνεία των γεγονότων και θα παρασυρθούν σε ένα πολύχρωμο οδοιπορικό στους δρόμους και τις παραλίες της Αθήνας, που θα τους κάνει να αμφισβητήσουν το πώς και αν αλλάζουν τελικά οι άνθρωποι.

Ο Μαυροειδής μαζί με τον συν-σεναριογράφο Ξενοφών Χαλάτση γράψανε μια ταινία που χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία μιας κωμωδίας, ώστε να μπορέσουν να τα επαναπροσδιορίσουν και να εξιστορήσουν τις ζωές των χαρακτήρων τους μέσα από ένα queer βλέμμα. Όμως αυτό που κάνει πραγματικά ξεχωριστή την ταινία είναι η ικανότητα του σκηνοθέτη να ενσωματώσει σοβαρούς προβληματισμούς που πηγάζουν μέσα από την ζωή των δυο πρωταγωνιστών του και να αποτυπώσει στην οθόνη την καθημερινότητά τους ενώ ταυτόχρονα τους ψυχογραφεί μαζί με τον κοινωνικό περίγυρο τους δίνοντας στην ταινία μια ξεχωριστή φρέσκια ματιά. Σκηνοθετικά ο Μαυροειδής δεν εκπλήσσει, δεν πρωτοτυπεί και ούτε χρειάζεται. Εξιστορεί με απλότητα τα γεγονότα, κινηματογραφώντας με απαλά παλ χρώματα γεμάτα ζωντάνια την καθημερινότητα στην πόλη, το φως του ήλιου διαχέεται πάνω στην θάλασσα και τις πέτρες στις σκηνές της παραλίας ενώ δεν φοβάται να αναδείξει το γυμνό αντρικό σώμα, με τα ψεγάδια του χωρίς καμιά ωραιοποίηση ή φόβο προς το γυμνό και το τοποθετείται σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο που δίνει στην ταινία μια ώθηση.

Δεν λειτουργούν όλα τα αστεία στην ταινία και ίσως ο αργός ρυθμός της ή η αυτοαναφορικότητα της σε σχέση με τις δυσκολίες της δημιουργίας μιας ελληνικής ταινίας να αποσυντονίσουν τον θεατή που δεν γνωρίζει τίποτα για το συγκεκριμένο θέμα αλλά παρόλα αυτά η ταινία καταφέρνει να λειτουργήσει και στα δυο επίπεδα: ως μια ελληνική καλοκαιρινή ανάλαφρη κωμωδία αλλά και ως μια κωμωδία που περικλείει μέσα τις προβληματισμούς πάνω στην φιλία, τις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις και τις ανασφάλειές μας.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (13-06-2024)

Previous
Previous

Φρίμοντ

Next
Next

Οι Παρατηρητές