Πριν το τέλος
★★★☆☆ (Dying, Γερμανία, 2024, 180’)
Σκηνοθεσία: Ματίας Γκλάσνερ
Ηθοποιοί: Λαρς Αϊντινγκερ, Λίλιθ Στάνγκενμπεργκ, Κορίνα Χαρφούχ
Το νέο έργο του Γερμανού σκηνοθέτη Ματίας Γκλάσνερ, το οποίο απέσπασε την Αργυρή Αρκτο Σεναρίου στο 74ο Φεστιβάλ Βερολίνου και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στα Γερμανικά Βραβεία Κινηματογράφου 2024, είναι ένα υπαρξιακό δράμα που ισορροπεί με δεξιοτεχνία ανάμεσα στην τραγωδία και τη μαύρη κωμωδία. Η ταινία του δεν εξερευνά απλώς την έννοια του θανάτου, αλλά εστιάζει εξίσου στο «πριν» και στο «μετά», στον αντίκτυπό του, στη διαβρωτική του παρουσία μέσα στην καθημερινότητα.
Η Λίσι ανακουφίζεται όταν ο άντρας της, που υποφέρει από άνοια, κλείνεται σε γηροκομείο. Ομως η ελευθερία της δεν θα κρατήσει καθώς διάφορα προβλήματα υγείας την «προειδοποιούν» ότι δεν της απομένει και πολύς χρόνος. Ο γιος της, ένας μαέστρος γύρω στα 40, εργάζεται πάνω σε μια σύνθεση με τίτλο «Πεθαίνοντας», ενώ η κόρη της μπλέκει σε μια παράνομη σχέση που ενισχύει την αγάπη της για το αλκοόλ. Tι συμβαίνει όταν τα αποξενωμένα μέλη της οικογένειας συναντιούνται επιτέλους ξανά καθώς ο θάνατος εμφανίζεται στο κατώφλι;
Με διάρκεια σχεδόν τριών ωρών και χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια, η ταινία του Ματίας Γκλάσνερ «φορτώνει» την αφήγηση με υπαρξιακές αναζητήσεις, χτισμένες πάνω σε καλοδουλεμένους χαρακτήρες και πλαισιωμένες από υποδειγματικές ερμηνείες. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, ο σκηνοθέτης προειδοποιεί: αυτό που θα ακολουθήσει δεν είναι μελόδραμα, ούτε μια προσπάθεια ωραιοποίησης της ανθρώπινης κατάρρευσης. Αντιθέτως, είναι μια σκληρή, ρεαλιστική ταινία που φέρνει τον θεατή πρόσωπο με πρόσωπο με την απογυμνωμένη πραγματικότητα: τον θάνατο, τη φθορά του σώματος και την αποσύνθεση της ψυχής.
Κι όμως, δεν είναι ο φυσικός θάνατος που κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το ωμό και αδυσώπητο δράμα. Είναι ο ψυχικός θάνατος, αυτός που κληροδοτείται αθόρυβα από τους γονείς στα παιδιά. Η απουσία συναισθημάτων ή η αδυναμία έκφρασής τους, η σύγκρουση με την εξάρτηση, τα τραύματα της παιδικής ηλικίας που φωλιάζουν βαθιά και μόνιμα στην ψυχή, συνιστούν τον αόρατο ιστό με τον οποίο υφαίνεται η ταινία κάτω από την επιφάνεια του βιολογικού τέλους. Η επιθυμία για επανασύνδεση, η προσδοκία μιας λύτρωσης που δεν θα έρθει ποτέ, αποτελούν τον δραματουργικό πυρήνα του έργου. Ο Γκλάσνερ διαχειρίζεται με δεξιοτεχνία τις πολλαπλές αφηγηματικές γραμμές και τους χαρακτήρες, σκηνοθετώντας με στιβαρότητα και ακρίβεια. Η κάμερά του δεν παρεμβαίνει· παρατηρεί. Καταγράφει ανθρώπους που ζουν, αγωνίζονται, επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη, μέχρι να φτάσουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στο τέλος. Ωστόσο, ακόμη και μέσα σε αυτή τη σκοτεινή και ασφυκτική τοιχογραφία, αναδύεται ένα ιδιότυπο χιούμορ – μαύρο, κοφτερό, σαρδόνιο. Ενα χιούμορ που δεν αποδυναμώνει το υπαρξιακό βάρος του έργου, αλλά αντίθετα αναδεικνύει τη βαθύτερη ειρωνεία της ανθρώπινης κατάστασης.
Η τρίωρη διάρκεια της ταινίας και η μερικές φορές έντονη προσπάθεια του Γκλάσνερ να σοκάρει ή έστω να προκαλέσει, καθιστούν την ταινία μια εμπειρία απαιτητική για τον θεατή. Από ένα σημείο και μετά, η επανάληψη συγκεκριμένων μοτίβων δημιουργεί την εντύπωση μιας αφηγηματικής εξάντλησης· άλλωστε ο σκηνοθέτης έχει ήδη διατυπώσει, μέσα στις δύο πρώτες ώρες, όλα όσα επιθυμεί να πει – και πραγματικά έχει ήδη πει πολλά για την ευαίσθητη φύση του ανθρώπου.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (10-04-2025)