Μαλβίδες
★★★☆☆ (Ελλάδα, 2024, 78’)
Σκηνοθεσία: Ντάνιελ Μπόλντα
Ηθοποιοί: Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Δρόσος Σκώτης, Ανδρέας Μαριάνος
Η πρώτη μεγάλου μήκους του Ντάνιελ Μπόλντα –που έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε Ειδική Μνεία του επίσημου διαγωνιστικού προγράμματος Film Forward και το Βραβείο Πρωτότυπης Μουσικής ΕΡΤ για το soundtrack του Γιάννη Βεσλεμέ– είναι ένα ασπρόμαυρο φιλμ το οποίο, ισορροπώντας μεταξύ ρεαλισμού και μεταφυσικού (εφιαλτικού) παραμυθιού και μέσα από την επιβλητική και πολλές φορές ανησυχητική ατμόσφαιρα που «χτίζει» με δεξιοτεχνία ο σκηνοθέτης, επιχειρεί μια κατάδυση στον ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή της.
Ενας δάσκαλος μουσικής που ζει σε μία απομονωμένη ορεινή περιοχή με τον σκύλο του, ονειρεύεται να ξεφύγει από το κρύο, λαχταρώντας τον καυτό ήλιο και τη θάλασσα. Οταν ο σκύλος του εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ο απόηχος ενός άλλου κόσμου, κατοικημένου από ανοίκεια πλάσματα, αρχίζει να διεισδύει στην καθημερινότητά του.
Η ταινία θυμίζει σε κάποια σημεία τον «Φάρο» («The Lighthouse», 2019) του Ρόμπερτ Εγκερς, αλλά με τη δράση να εκτυλίσσεται σε ορεινό τοπίο. Είναι μινιμαλιστική, με αργό ρυθμό που θα μπορούσε να λειτουργήσει εις βάρος της, αλλά η διάρκεια είναι ακριβώς όση χρειάζεται, για να μην κουράσει τον θεατή. Ο Μπόλντα δείχνει αρκετά σίγουρος για το τι θέλει να πει και μέσα σε 78 λεπτά καταφέρνει να δημιουργήσει μια εμπειρία που, καθώς οι τίτλοι τέλους κυλούν, διατηρεί στο μυαλό του θεατή μια ατμόσφαιρα υπαρξιακού τρόμου. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος προσφέρει μια δυνατή ερμηνεία, δίνοντας βάθος στον χαρακτήρα του, που αναζητά μανιωδώς τη φυγή από έναν τόπο ψυχρό, δύσβατο και τραχύ –ακριβώς όπως οι κοφτερές πέτρες των βουνών που τον περικλείουν–, ενώ η φωτογραφία του Evan Μαραγκουδάκη και η μουσική του Γιάννη Βεσλεμέ προσθέτουν στο σύνολο της ατμόσφαιρας, παρασύροντας τον θεατή ακόμα πιο βαθιά στην ένταση και την αγωνία του κόσμου που έχει δημιουργήσει ο σκηνοθέτης. Η ποιητική κινηματογράφηση, η οποία συνδυάζεται με τον ρεαλισμό, αναδεικνύει αποτελεσματικά την ψυχοσύνθεση του ήρωα, προσφέροντας μια βαθιά και ειλικρινή ματιά στον εσωτερικό του κόσμο.
Μπορεί αφηγηματικά σε κάποια σημεία ο Μπόλντα να μην καταφέρνει να συνδέσει την ιστορία ικανοποιητικά και η έλλειψη ανάπτυξης δευτερευόντων χαρακτήρων να μειώνει λίγο τη δυναμική της κεντρικής ιδέας αλλά παρ’ όλα αυτά οι «Μαλδίβες» καταφέρνουν να μιλήσουν για τα θέματα της απώλειας, της φυγής και των ονείρων και ταυτόχρονα να παρασύρουν τον θεατή σε ένα ταξίδι υπαρξιακού φολκ τρόμου.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (03-04-2025)