Φόνισσα
★★★☆☆ (Ελλάδα, 2023, 97’)
Σκηνοθεσία: Εύα Νάθενα
Ηθοποιοί: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Έλενα Τοπαλίδου,Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα, Χρήστος Στέργιογλου
Η Εύα Νάθενα, καταξιωμένη σκηνογράφος και ενδυματολόγος, σκηνοθετεί την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία διασκευάζοντας το αριστουργηματικό έργο του Α. Παπαδιαμάντη, «Η Φόνισσα», σε σενάριο της Κατερίνα Μπέη («Ευτυχία», «Θηλυκή Εταιρία»).
Η σκηνοθέτης μένοντας πιστή στην ιστορία του βιβλίου, κάνοντας μικρές αλλαγές, μας μεταφέρει σε ένα δυστοπικό τοπίο, ένα απομακρυσμένο νησί της Ελλάδας γύρω στο 1900, όπου η χήρα Φραγκογιαννού είναι γνωστή για τα γιατροσόφια της και έχει αναλάβει να ξεγεννάει τις κοπέλες του χωριού. Έχοντας ζήσει μια ζωή με στερήσεις, κακομεταχείριση, μέσα σε μια σκληρή πατριαρχική κοινωνία αποφασίζει να «λυτρώσει» όσα περισσότερα κορίτσια μπορεί από την σκληρή μοίρα που τους περιμένει όταν μεγαλώσουν.
Η Νάθενα καταφέρνει να δημιουργήσει μια ταινία, που αφηγηματικά είναι στρωτή, έχοντας προσθέσει σύγχρονα στοιχεία που δεν φαίνονται παράταιρα και δυναμώνουν το μήνυμα του Παπαδιαμάντη, δίνοντας έμφαση στην ανάλυση της ιστορίας ως μια διερεύνηση της ψυχοσύνθεσης των γυναικών εκείνης της εποχής και της θέση τους στην πατριαρχική κοινωνία. Μια κοινωνία που δέχεται την γυναικεία φύση πρώτιστος ως ένα όργανο παραγωγής παιδιών, έχοντας της στερήσει όλα τα δικαιώματα της, ζώντας «φυλακισμένη» στα πρέπει των αντρών, υπηρετώντας τους, αδυνατώντας να έχει την δική της φωνή.
Η σκηνοθέτης θυσιάζει κάποια στοιχεία που συναντάμε στην λογοτεχνία του Παπαδιαμάντη, π.χ. η θρησκεία δεν έχει τόσο έντονη παρουσία επιλέγοντας να δώσει έμφαση στο παρελθόν της Φραγκογιαννού ώστε να χτίσει την κατάλληλη γέφυρα για να κατανοήσουμε το παρόν της και τις πράξεις της. Η επιλογή της να προσθέσει την μητέρα της, ως φάντασμα που την καταδιώκει συνεχώς, - μια αλληγορία για το «βάρος» του παρελθόντος που κουβαλάει συνεχώς μαζί της -, δουλεύει ως αφηγηματικό εργαλείο σε κάποιες σκηνές αλλά μοιάζει και παρωχημένο σεναριακό τρικ, καθώς χρησιμοποιείται ως μια διευκόλυνση όταν σκηνοθετικά/σεναριακά αδυνατεί να παρουσιάσει την ψυχοσύνθεση της Φόνισσας.
Με σύμμαχο της την πολύ καλή ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτης, η οποία δίνει βάθος και υπόσταση στην Φραγκογιαννού, - χρησιμοποιώντας κυρίως το βλέμμα της και τις εκφράσεις ώστε να εξωτερικεύσει τις σκέψεις της πρωταγωνίστριας -, η Νάθενα επιστρατεύει την εμπειρία της στα σκηνικά και τα κουστούμια, δημιουργώντας ως ένα βαθμό μια πειστική απεικόνιση της εποχής. Επιλέγοντας ένα απομονωμένο βραχώδες τοπίο για τα γυρίσματα, δίνει την απαραίτητη δυσοίωνη ατμόσφαιρα η οποία τονίζεται ακόμα περισσότερο με την γκρίζα, αποχρωματισμένη φωτογραφία του Παναγιώτη Βασιλάκη («Ο άνθρωπος του Θεού»), καταφέρνοντας να «μεταφέρει» τον θεατή και να τον τοποθετήσει μέσα στην ιστορία της, για να ζήσει το δράμα της πρωταγωνίστριας.
Αν και ως σύνολο η ταινία έχει μια ροή, προσπαθώντας να ξεφύγει από την απλή εξιστόρηση, αδυνατεί να κάνει μια ουσιαστική ενδοσκόπηση του μυαλό και της ψυχή της πρωταγωνίστριας, ώστε να δημιουργήσει ένα σινεμά εσωτερικού διαλόγου και κατ’ επέκταση να τονίσει ακόμα περισσότερο την σημασία των συμβολισμών που έχει το έργο μέσα του, για δυο βασικούς λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την επιλογή του λογοτεχνικού έργου, όσο και αν υπάρχουν οι ιδέες, η κατάλληλη ατμόσφαιρα και η προσπάθεια μιας σύγχρονης προσέγγισης στο έργο του Παπαδιαμάντη, η έκταση του ίδιου του λογοτεχνικού έργου, το οποίο είναι ένα μικρό διήγημα που βασίζεται περισσότερο στις περιγραφές και τον εσωτερικό διάλογο, η μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη απαιτεί την «διόγκωση» της ιστορίας, προσθέτοντας επιπλέον αφηγηματικά στοιχεία. Η Νάθενα «γεμίζει» αυτό τον κενό χρόνο με παύσεις, στατικά πλάνα, καταγραφή της φύσης, τα flashback στο παρελθόν ή με πλάνα-συμβολισμούς αλλά αναπόφευκτα οδηγείται σε μια επανάληψη όλων αυτών που κουράζει τον θεατή, με την δεύτερη πράξη να διαρκεί πολύ χωρίς ουσιαστικό λόγο και όταν οδηγούμαστε στην τρίτη αυτό να γίνεται κάπως απότομα και εσπευσμένα.
Ο δεύτερος λόγος είναι η σκηνοθετική απειρία της Νάθενα, η οποία έχει ένα δυνατό προσωπικό βλέμμα και καταφέρνει να το αναδείξει μέσα από κάποιες σκηνοθετικές επιλογές δυστυχώς όμως η απειρία της στην κινηματογράφηση την εμποδίζει να κάνει το επιπλέον βήμα για περαιτέρω ανάλυση αυτών που θέλει να πει, μένοντας κυρίως στην αποτύπωση των ιδεών της. Η κάμερα λειτουργεί κάποιες στιγμές ως ένα απλό εργαλείο καταγραφής μιας ερμηνείας, ενός σκηνικού, παρά ως το μέσο ανάδειξης μιας κατάστασης που δεν χρειάζεται να ειπωθεί με λόγια παρά μόνο μέσω της επιλογής μιας γωνίας λήψης, ενός πλάνου ή ενός φακού, αφαιρώντας έτσι ένα μέρος από την δυναμική της ταινίας, δημιουργώντας ένα «κενό» στην δραματουργία.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (30-11-2023)