Νυχτερινός Εκφωνητής
★★½☆☆☆ (Ελλάδα, 2024, 74’)
Σκηνοθέτης: Ρένος Χαραλαμπίδης
Ηθοποιοί: Ρένος Χαραλαμπίδης, Ελευθερία Στάμου, Μαργαρίτα Αμαραντίδη
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης επιστρέφει έπειτα από δεκατέσσερα χρόνια («4 Μαύρα Κουστούμια», 2010, 90’), στις κινηματογραφικές αίθουσες με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του που έχει ως πρωταγωνιστή έναν βετεράνος ραδιοφωνικό εκφωνητή, ο οποίος δουλεύει στην νυχτερινή βάρδια και συνειδητοποιεί με αμηχανία ότι γίνεται 50 χρονών και πια δεν συγκαταλέγεται στους νέους. Μέσα από την εκπομπή του αρχίζει να αναζητά ένα ξεχασμένο έρωτα που έμεινε σε εκκρεμότητα από την εποχή που υπηρετούσε ως εύζωνας. Μέσω μηνυμάτων που διέσωσε σε ένα παλιό τηλεφωνητή, βγάζει στον αέρα τα παθιασμένα ηχογραφημένα μηνύματα από τις αρχές του ’90 και θα προσπαθήσει να εντοπίσει αυτήν την γυναίκα και να την πείσει από το μικρόφωνο να του τηλεφωνήσει.
Χωρίς να ξεφεύγει από το συνηθισμένο του αφηγηματικό στυλ που εισήγαγε κατά κύριο λόγο στα «Φτηνά Τσιγάρα» (2000, 85’) ο Χραλαμπίδης επιχειρεί να δημιουργήσει μια ταινία που αποδίδει φόρο τιμής στο ραδιόφωνο, στην Αθήνα του σήμερα, εστιάζοντας όμως σε μια ρομαντική εκδοχή της, και να στοχαστεί πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και το παρελθόν. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης επηρεασμένος πάντα από το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά της δεκαετίας του ’90, προσπαθεί να κατασκευάσει μια feelgood ταινία αλλά τα εργαλεία που χρησιμοποιεί έχουν παλιώσει πια και μοιάζουν αναχρονιστικά. Σκηνοθετικά απλή, λιτή η ταινία προχωρά με αργούς ρυθμούς βάζοντας την αφήγησή της μέσα σε ένα ονειρικό σύμπαν.
Ο Χαραλαμπίδης στήνει σταθερά άψογα καδραρισμένα πλάνα και εκμεταλλευόμενος την πολύ καλή φωτογραφία του Κωστή Γκίκα απεικονίζει μια Αθήνα μέσα από έναν φακό ονειρικής παραμόρφωσης που ταιριάζει με την κεντρική του αφήγηση. Όμως αυτή η ονειρική παραμόρφωση μαζί με ένα σενάριο που αναλώνεται σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τα οποία θέτονται σε ένα πλαίσιο πραγματικότητας αλλά ταυτόχρονα αυτό το πλαίσιο αναιρείται χωρίς κάποια αφηγηματική εξήγηση, συνθέτουν μια ταινία που μοιάζει επιτηδευμένη. Ενώ υπάρχει η διάθεση για το «χτίσιμο» μιας ατμόσφαιρας μαγικού ρεαλισμού που συναντάμε στις προηγούμενες ταινίες του, εδώ αυτή η ατμόσφαιρα χάνεται εξαιτίας κυρίως της έλλειψης πολλών κεντρικών χαρακτήρων και το στυλ μοιάζει να παίρνει το πρώτο λόγο έναντι της ουσίας.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (20-06-2024)