Πορεία προς την Ρώμη
★★★★★
(March to Rome, Ιταλία, 2022, 98’)
Σκηνοθεσία: Μαρκ Κάζινς
Αφήγηση: Άλμα Ρορβάχερ, Μαρκ Κάζινς
Ο Μάρκ Κάζινς σκηνοθετεί ένα αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ γεμάτο σπάνιο αρχειακό υλικό καταγράφοντας με ένα ξεχωριστό τρόπο την άνοδο και την πτώση του Μουσολίνι και του Ιταλικού φασισμού κάνοντας παράλληλα ένα σχόλιο για το σήμερα. Χρησιμοποιώντας πλάνα από την ταινία του Ουμπέρτο Παραντίσι, «A, Noi!», η οποία κατέγραψε την πορεία των μελανοχιτώνων προς την Ρώμη, αποδομεί το αφήγημα των φασιστών καταδεικνύοντας τα κινηματογραφικά τεχνάσματα στα οποία κατέφυγε ο Παραντίσι, - επιλεκτικές γωνίες λήψεις, επαναλαμβανόμενα πλάνα -, ώστε να δημιουργήσει την αίσθηση του μεγάλου πλήθους και της μεγαλοπρέπειας που συνεχώς αποζητούσε ο Μουσολίνι.
Ταυτόχρονα με τα πλάνα αρχείου και τα αποσπάσματα από διάφορα κινηματογραφικά έργα, ο Κάζινς κινηματογραφεί το σήμερα. Έγχρωμα πλάνα από την σύγχρονη Ρώμη, γεμάτη ειρηνική ατμόσφαιρα αντιπαραβάλλονται πολλές φορές με αρχειακό υλικό γεμάτο σκληρές εικόνες, που μας θυμίζει τον επεκτατισμό και τα εγκλήματα του φασισμού: ρίψεις δηλητηριώδους αερίου στην Αιθιοπία, πάνω από είκοσι χιλιάδες νεκροί Βεδουίνοι και μας θυμίζει ότι το ειρηνικό σήμερα κρύβει πολλές φορές ένα ένοχο παρελθόν, που τείνουμε να το ξεχνάμε. Αυτό το τονίζει ακόμα περισσότερο με την κινηματογράφηση της αρχιτεκτονικής της Ρώμης. Όπου πολλά κτίρια, στάδια αναγέρθηκαν την εποχή του φασισμού, γεμάτα επιγραφές και αποφθέγματα που εξυψώνουν τον φαλλοκρατισμό, υμνώντας την βία, και έχουν παραμείνει αναλλοίωτα, χρησιμοποιώντας τα μέχρι και σήμερα, υπενθυμίζοντας μια σκοτεινή εποχή ή αποκτούν μια δυναμική δίνοντας στο επισκέπτη την εντύπωση ότι ο φασισμός επιβίωσε μέσα από αυτά τα μεγαλοπρεπή κτίσματα έως σήμερα αναλλοίωτος.
Ο σκηνοθέτης παραδίδει ένα εκπαιδευτικό ντοκιμαντέρ, που ξεσκεπάζει το αληθινό πρόσωπο του φασισμού, σχολιάζοντας όμως ότι η αποδόμησή του δεν φτάνει για να τον εξαλείψει καθώς τρέφεται από τον φόβο των ανθρώπων και καραδοκεί πάντα, έτοιμος να βγει και πάλι στην επιφάνεια ως ένας «σωτήρας».
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (26-10-2023)