Κυνήγι
★★½☆☆☆ (Ελλάδα, 2024, 73’)
Σκηνοθεσία: Χρήστος Πυθαράς
Ηθοποιοί: Γιάννης Μπελής, Βασίλης Αναστασίου, Μελέτης Γεωργιάδης, Βασιλική Δέλιου
Ο Χρήστος Πυθαράς, εννιά χρόνια μετά την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Ευτυχία» (2016, 85’), επιστρέφει για να αφηγηθεί την ιστορία του Γιάννη, ενός μοναχικού σιδερά που βρίσκει διέξοδο στο κυνήγι και την κατασκευή κοσμημάτων. Ο γείτονάς του, Ηλίας, κακομεταχειρίζεται τον σκύλο του, αφήνοντάς τον να γαβγίζει ασταμάτητα τα βράδια, με αποτέλεσμα ο Γιάννης να μην μπορεί να κοιμηθεί. Οταν χάνει την από χρόνια αποξενωμένη μητέρα του, γεμίζει ενοχές και θυμό. Η σύγκρουσή του με τον Ηλία μοιάζει αναπόφευκτη.
Με ένα εξαιρετικό ερασιτέχνη ηθοποιό, τον Γιάννη Μπελή, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Πυθαράς σκηνοθετεί μια ταινία που δεν μακρηγορεί και δεν παρασύρεται από υπερβολικές φιλοδοξίες. Μέσα από τη μικρή διάρκειά της (73 λεπτά), καταφέρνει να παραδώσει μια ολοκληρωμένη ιστορία, που αποτυπώνει την ψυχοσύνθεση του ήρωά της με ικανοποιητικό τρόπο.
Σκηνοθετικά, ο Πυθαράς δείχνει προσήλωση, παραδίδοντας μια στιβαρή ταινία με προσεγμένη αισθητική. Τα κάδρα του είναι φροντισμένα, αποτυπώνοντας με ακρίβεια τις ψυχικές διακυμάνσεις του πρωταγωνιστή. Η φωτογραφία του Θάνου Λυμπερόπουλου συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία μιας καθηλωτικής ατμόσφαιρας, μεταφέροντας το αίσθημα εγκλωβισμού του ήρωα – ενός ανθρώπου που παλεύει με τα συναισθήματά του, τη μοναξιά του.
Η προσήλωση όμως που επιδεικνύει στην κεντρική του ιδέα και η απόφασή του να μη λοξοδρομήσει δεν λειτουργεί πάντα υπέρ της ταινίας. Σεναριακά δεν υπάρχουν αρκετές διακλαδώσεις ώστε να ανοιχτούν νέα αφηγηματικά μονοπάτια και να εξερευνηθούν καλύτερα οι σχέσεις του πρωταγωνιστή με το κοινωνικό περιβάλλον του. Ο κινηματογραφικός χρόνος κάποιες φορές εξαντλείται σε σκηνές που δεν έχουν αντίστοιχη αφηγηματική ή κινηματογραφική δύναμη, απομακρύνοντας την ιστορία από τον πυρήνα της. Ο ρυθμός της ταινίας είναι αργός, χωρίς έντονες κορυφώσεις, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την αρχική σκηνή κυνηγιού, όπου η ένταση και η κινητικότητα της κάμερας δίνουν την αίσθηση μιας δυναμικής εξέλιξης. Δυστυχώς, αυτή η προσέγγιση σταδιακά εγκαταλείπεται, αφήνοντας χώρο σε μια λιγότερο πειραματική κινηματογράφηση, που ναι μεν βοηθάει στην εξιστόρηση της ιστορίας αλλά δεν προσφέρει μια διαφορετική προσέγγιση που θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (20-02-2025)